Η ψυχολόγος δρ Αριστονίκη Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου, μού μίλησε γι’ αυτόν που αποκάλεσε «ονειρικό κόσμο του παραμυθιού για τα παιδιά»…και με ταξίδεψε πίσω και μακριά, όταν τα δίδυμα ήταν τεσσάρων χρόνων…Εκείνη τη νύχτα του καλοκαιριού, τους είχα διαβάσει το καθιερωμένο παραμυθάκι μας, όταν ήρθε η ώρα τους για ύπνο…

Η Μυρτώ και ο Στέφανος είχαν βολευτεί στα κρεβατάκια τους. Η ζέστη δεν είχε υποχωρήσει ακόμα, οπότε πήγα στο παράθυρο του υπνοδωματίου και το άνοιξα. Ο Στέφανος γύρισε και με κοίταξε με κάποια έκπληξη. Ανασηκώθηκε λίγο, ακουμπώντας πίσω τα χέρια του. Έριξε μια ματιά έξω, στην ακίνητη, ήρεμη νύχτα. «Κλείσε το παράθυρο – μου είπε – να μη μπουν μέσα τα όνειρα…». Άλλο και τούτο! Έμεινα να κοιτάζω μια τον Στέφανο, μια το ανοιχτό παράθυρο.

Όπως έγραψα και πιο παλιά, ήμουν μαγεμένος με αυτή τη φράση και την προοπτική της – τα όνειρα που μπαίνουν στο δωμάτιο απ’ το ανοικτό παράθυρο, ή που μένουν έξω, μακριά σου, φτάνει να το κλείσεις… Θυμήθηκα ότι λίγες μέρες πριν, ο Στέφανος είπε ότι είχε δει την προηγούμενη νύχτα ένα όνειρο, «έναν κύριο που στάθηκε από πάνω του και που είχε…ροζ μαλλιά».

Το παράθυρο τη νύχτα εκείνη ήταν ανοιχτό και είχε υποθέσει ότι «ο όνειρος» όπως αποκάλεσε τον νυχτερινό του επισκέπτη, δρασκέλισε απλώς το παράθυρο και μπήκε στο δωμάτιο. Νιώθοντας ένα… τσιμπηματάκι ζήλειας, σκέφτηκα την παιδική σύλληψη του κόσμου, «του ονειρικού κόσμου των παιδιών», όπου τα όνειρα είναι…χειροπιαστά και συγκεκριμένα, όπου ανάλογα με τη διάθεσή σου, τα προσκαλείς ή τα διώχνεις μακριά…κι έτσι τη νύχτα εκείνη, ξεπίτηδες δεν έβαλα το σύστημα κλιματισμού και άφησα ανοιχτό το παράθυρο του δωματίου μου. Ματαίως…κοιμήθηκα σαν πέτρα. Κανένα όνειρο δεν δρασκέλισε το περβάζι…