Ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Aναιρώντας βαρέλια, προειδοποιήσεις, φυλάκια…

Πρωί Σαββάτου, λοιπόν, ξεκίνησα να πάω στο Πολιτιστικό Κέντρο Αττατούρκ [απέναντι από την Πύλη της Κερύνειας] να δω την έκθεση για τους μποξάδες, της φίλης μου Nilgun Guney, κόρης του Τουρκοκύπριου ζωγράφου Ismet Guney, που φιλοτέχνησε τη σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένα τσιγάρο δρόμος.

Πέρασα από το Λήδρα Πάλας, θαύμασα και πάλι τα αρχοντόσπιτα της Αγγλοκρατίας, προχώρησα κατά μήκος των τειχών και έφθασα στον προορισμό μου. Η Nilgun με περίμενε και μου εξήγησε ότι, στην περίοδο του κορονοϊού άνοιξε μποξάδες και σκονισμένα μπαούλα, βρήκε τα φορέματα της οικογένειάς της, τα περισσότερα φαγωμένα από τον χρόνο και το σκοτάδι, τα έβγαλε στη βεράντα να πάρουν αέρα, σκέφτηκε να τα χαρίσει σε εθνογραφικό μουσείο, ρώτησε και έμαθε ότι δεν υπήρχε και αποφάσισε να τα περάσει στην αιωνιότητα με έναν δικό της τρόπο.

Πήρε τα ρούχα της μάνας της, πήρε και ένα φόρεμα της γειτόνισσας της Σεβκιούλ, τα βούτηξε σε γόμα και τα κόλλησε επάνω σε επιφάνειες, δίνοντας τους κινήσεις ζωής. Άλλα τα παίρνει ο άνεμος, σε άλλα δείχνει πιέτες, ντεκολτέ, τούλια και κεντήματα… Έδωσε υπόσταση στα φορέματα και στη μόδα μιας άλλης εποχής, πρόσθεσε πρόσωπα και σώματα και ένιωσε ότι τα έσωσε και τα λύτρωσε από το σκοτάδι. 

Οι μποξάδες ήταν ένας τρόπος ζωής, μου είπε… Είναι και χαρά, αλλά και λύπη. Εκεί μαζεύεις τα καθαρά ρούχα σου για να τα πας στο λουτρό, στον μποξά ρίχνεις τα απαραίτητα όταν φεύγεις από το σπίτι σου για να γλυτώσεις τη ζωή σου… Οι μποξάδες του χαμάμ είναι συνήθως γυναικεία έργα τέχνης. Κομμάτια ζωής, μεταξωτά, βαμβακερά, από αγαπημένα ρούχα κομμένα σε γεωμετρικά σχήματα, ραμμένα μαζί και κεντημένα με υπομονή και σοφία. Ένας απόλυτα γυναικείος κόσμος που εκφράζει αγάπη, υπομονή…

Σκέφτηκα τους πανέμορφους μποξάδες του μικρού μουσείου που φτιάξαμε όταν συντηρούσαμε το Εbubekir χαμάμ της Πάφου, πριν χρόνια… Το μουσείο δεν υπάρχει πια. Τους μάζεψα με χαρά μεγάλη όταν δούλευα στον Δήμο Λευκωσίας, μού άνοιξε τα μάτια η κυρία Αναστασία Κουμπαρίδου, μου είπε ότι οι κυράδες της Χώρας τον παλιό καιρό είχαν περισπούδαστους μποξάδες, πολλές μου τους έδωσαν, τους φύλαγα με αγάπη και προσοχή γιατί ήταν έργα τέχνης και θεώρησα ότι ο χώρος που τους αρμόζει ήταν το χαμάμ της Πάφου. Πλην, όμως, το χαμάμ και το μικρό μουσείο που φτιάξαμε, κάποιος το διέλυσε, κάποιος χρησιμοποίησε τους χώρους ως αποθήκη! Χάθηκαν άραγε οι μποξάδες; Ποιος ξέρει; Μια απάντηση τουλάχιστον επιβάλλεται από τον Δήμο Πάφου, για την τύχη ενός αφανισμένου σήμερα μουσείου που έγινε με αγάπη και κόπο από δικά του λεφτά!

Άφησα τον θυμό μου να χαθεί στις μυρωδιές της «άλλης» Χώρας και επανήλθα στη Δημοκρατία, αφού έφαγα ένα αρμένικο «μαντί», μικρούλικες ραβιόλες, πασπαλισμένες με χαλούμι, μπόλικο γιαούρτι και λάδι από τσίλι, ήπια και μια Εφές στην υγεία της Χώρας. Κατευθύνθηκα μέσα από τα στενά και τα καντούνια στο γνωστό κονάκι του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, να δω την έκθεση: «Βλέποντας μέσα από το Πρίσμα της Μελαγχολίας: Διαπολιτισμικές Μελαγχολίες/ Hüzün στην Ανατολική Μεσόγειο». Αναφορές στην υπέροχη Ετέλ Ατνάν, σε κόσμους ονειρικούς που φορές καταλαβαίνουμε και άλλες όχι. 

Παρόντες οι καλλιτέχνες, να επεξηγούν τα έργα τους, εμπνευσμένα από τούτο το περίεργο και τόσο κοινό συναίσθημα που περιπλανάται γύρω μας, που βγαίνει στην επιφάνεια άθελά μας όταν σκεφτόμαστε αγαπημένους που έφυγαν ή αντιμετωπίζοντας μέσα από ένα παράθυρο μια μέρα καταχνιάς. Κοντοστάθηκα στη φωνή της αδελφής μου, στην επεξήγησή που δίνει για την ανάγκη που είχε για τη γραφή, στο έργο της κόρης της τοποθετημένο εκεί που σταμάτησε ο χρόνος.

Περιπλανήθηκα σε όλους τους χώρους που εκπέμπουν τη δυναμική παρουσία του Δραγομάνου και, βέβαια, το χέρι και τη φροντίδα της Φρόσως Ηγουμενίδου που το γνοιάστηκε όλα αυτά τα χρόνια. Κατάλαβα τι τεράστια πρόκληση είναι για ένα καλλιτέχνη να εντάξει το έργο του σε ένα τόσο δυναμικό χώρο! Δούλεψε όμως, και χώρεσε άνετα η σύγχρονη τέχνη του βίντεο και των εγκαταστάσεων μέσα στη στασιμότητα της ιστορίας και του χρόνου.

Οι παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες ενός άλλου αιώνα  ταίριασαν, με προκάλεσαν οι εγκαταστάσεις στα ντουλάπια του δραγομάνου, και οι ποιητικές διαστάσεις από παράθυρα φαντασίας, τα ερείπια και το στόμα που αναθεματίζει την απουσία σεβασμού της γης, το πιάτο με τον μανδραγόρα, που κάποτε ήταν το γιατρικό της μελαγχολίας. Αναμφίβολα άλλοι κόσμοι, ένας βλοσυρός δραγουμάνος συνομιλεί με μια καλλιτέχνιδα που φέρνει ανάλαφρες και αέρινες αναφορές στη γιαγιά της, γύρω το φως του αρχοντικού μοναδικό, φωτίζει προσωπικότητες, στιγμές δημιουργίας, γεμίζει το κενό του χρόνου.

Περπάτησα μέχρι το δεύτερο μου σπίτι, την Πύλη Αμμοχώστου! Κλειστή κατάκλειστη. Πέντε χρόνια από την πλημμύρα! Του ποταμού εν του γελάς, λένε. Μπήκε τότε από την Πύλη Πάφου και βγήκε από την Πύλη Αμμοχώστου. Έκτοτε κλειστή, χολιάζουμε είπαν οι μεν, περνούμε το αποχετευτικό απάντησαν οι δε, κάμνουμε ανασκαφές οι άλλοι… Δικαιολογίες, λέω εγώ.  Πέντε χρόνια να την επαναφέρουν, δώδεκα για την Πλατεία της Ζάχα, σαράντα εννέα για το Κυπριακό… Και ο χρόνος κυλά… Νοιάζεται κανείς;

Η Πύλη κλειστή, η Αμμόχωστος κλειστή και οι ψυχές μας κλειστές στα τείχη της μισής Χώρας! Αυτή και αν είναι μελαγχολία που δεν καταγράφεται! 

Ελεύθερα, 12.11.2023