Το σούρουπο άρχισε να γλυκαίνει, την ώρα που αποχαιρετούσαμε την Ελένη. Το φως στο απέναντι βουνό γινόταν ολοένα και πιο αδύναμο και οι πρώτες σκιές φάνηκαν στο ανάγλυφο του τοπίου. Είμασταν όλοι εκεί μαζί της.

Οι Άγγελοι της, τα άυλα σώματα που φορούσαν τα κεντημένα άσπρα αέρινα υφάσματα και η δυνατή φωνή της μας συντρόφευσαν στο θεσπέσιο ταξίδι μέχρι να φτάσουμε στον Άγιο Γεώργιο του χωριού της. Η παρουσία της ανάμεσά μας ήταν πληθωρική, έντονη, εριστική, σαγηνευτική, διαφορετική για τον καθένα. Εμείς στην απόλυτη σιωπή, γύρω μας πυκνά πευκόφυτα δάση ως οι μοναδικές και πολύτιμες αλήθειες τούτης της πρόσκαιρης ζωής. Στο διάβα μας, η Πλατανιστάσσα. Θυμήθηκα τον παπά Πέτρο Περάτι και τη γυναίκα του Πεπόνη που έκτισαν τον Αγιασμάτι και έφερα μπροστά στα μάτια μου την εις Άδου Κάθοδο του ζωγράφου Φίλιππου Γουλ. Την αναίρεσε εν ριπή οφθαλμού η ομορφιά και η παντοδυναμία της επίγειας ζωής, οι πέτρινες δόμες, οι περίεργοι σχηματισμοί των βράχων, τα απομεινάρια κάποιων σπιτιών με εκείνη την ιδιόμορφη και απείρου κάλλους αισθητική των παλιών τεχνιτών.

Τελευταίες μέρες Αυγούστου, η μέρα στην πόλη ήταν ζεστή και υγρή. Εδώ ο αέρας ήταν διαφορετικός, οι ανάσες, παρόλη τη λύπη και το μαράζι ευκολότερες. Η πόλη ευτυχώς ξεμάκρυνε γρήγορα και άφησε πίσω, στην υγρασία της μέρας, τις σκοτούρες, τις έγνοιες και την καθημερινότητα. Εξάλλου, δική της ήταν η μέρα μας, για την Ελένη ανεβαίναμε, να τη συντροφεύσουμε, να είμαστε μαζί της. Ανηφορίσαμε προς την Άλωνα, περβόλια, φουντουκόδεντρα, φορτωμένες δαμασκηνιές, μηλιές, αμπέλια… Η αφθονία της γης.  

Και αίφνης, ο κόσμος μίκρυνε, παλαιοί φίλοι, γνωστοί, περπατήσαμε αγκαλιασμένοι πάνω στη γέφυρα που περνά πάνω από περβόλια και ενώνει το χωριό με το προαύλιο της πανέμορφης εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Μια γέφυρα. Στη μια της μεριά η ζωή, στην άλλη η αιωνιότητα. Θυμήθηκα τα λόγια του δικού μου Βενέδικτου Εγγλεζάκη, του Πατέρα Παύλου: τι φοβάσαι, ο θάνατος είναι ένα πέρασμα από μια όχθη σε άλλη, μου έλεγε. Έτσι ένιωσα περπατώντας επάνω στη γέφυρα. Από τη μια μεριά το ολοζώντανο χωριό, η καθημερινότητα, τα καφενεία, και πέρα κρυμμένο στο πράσινο, ανάμεσα σε κολοτζιές και δαμασκηνιές να εξέχει, να είναι ορατό στον καθένα το υπέροχο καμπαναριό της εκκλησίας, για να υπενθυμίζει τα των ανθρωπίνων και των μελλούμενων.

Η εκκλησία μικρή να μας χωρέσει όλους. Άλλοι κάθισαν έξω, μερικοί άναψαν ένα κερί, οι περισσότεροι περίμεναν σιωπηροί στον σκάμνο τους. Έβλεπα από τη θέση μου τα δοκάρια της στέγης. Διακοσμημένα όλα με ένα σχέδιο, ένα κυπαρίσσι, ένα σχήμα, ένα κύκλο…οι τεχνίτες μας, η αφοσίωση και η αγάπη σε κάθε γωνιά της εκκλησιάς.

Η λειτουργία καταπραϋντική, βάλσαμο για αγαπημένους. Λόγια που απαλύνουν ως δια μαγείας τον ανείπωτο πόνο… ανάπαυσον την ψυχήν, και τα οδύνας λύσας, εν τόπω φωτεινώ, εν τόπο χλοερώ, εν τόπο αναψύξεως ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός. Ο τόπος, η βλάστηση, η αέναη συνέχεια, αυτό που βιώναμε γύρω μας! Αίφνης τα λόγια του ιερέα με ταρακούνησαν… Η νεκρώσιμος ακολουθία έχει μια φράση στην οποία με ταπεινότητα τόλμησα και πρόσθεσα το θηλυκό άρθρο. [Η] …προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα. Η Ελένη που έρεπε προς τους Αγγέλους. Από τα μάτια μου πέρασαν τα μεγάλα τελάρα της με τα φτερά που έβγαιναν από τα περιθώρια, που δεν άντεχαν τα όρια, όπως και η ίδια. Τι σπουδαίο πράγμα να είσαι καλλιτέχνης, να ξεφεύγεις από τα τετριμμένα, να έχεις το θείο χάρισμα, το δώρο, το ταλέντο να καταγράφεις με χρώμα τα πέριξ, τις ψυχές, τους φόβους και τα όνειρα.  

Αφήσαμε την Ελένη στη γη της. Απέναντι τα βουνά που λάτρευε, στο βάθος ο ήλιος που βουτούσε στο πέλαγος. Ανηφορίσαμε στην πλατεία του χωριού για τον καφέ της παρηγοριάς. Μια γιορτή, πηγαδάκια, η Ελένη παρούσα. Απουσίαζε η ζιβανία, η ζεϊμπεκιά και ο χορός της. Οι αρχαίοι γιόρταζαν την αναχώρηση προς τον ατελεύτητον βίον. Έτσι ένιωσα εκεί πάνω στον ΑΠΟΑ, κάτω από το σκέπαστρο με το κλίμα, ανάμεσα σε τόπακες που την ήξεραν και την αγαπούσαν και τον κόσμο του πολιτισμού της Κύπρου. Εκεί ανάμεσα μας ο Κάνθος, ο Στας και ο Διαμαντής, ο Εύης, εκεί ζωγράφοι, εκεί αυτοί που έχουν έγνοια, οι νέοι εικαστικοί ερευνητές, ποιητές, λόγιοι, θεατράνθρωποι, χορευτές, η Γκλόρια, ο νέος και ο παλαιός κόσμος της δημοσιογραφίας! Έλειπε έντονα από την παρέα ο Νίκος, ο κουμπάρος της, με αυτόν θα τσακώνεται.

Με αυτούς όλους είχε αλισβερίσι η Ελένη…έντονο, επίμονο, εριστικό, «εν πελλάρες που έγραψες», μου είχε πει για ένα άρθρο μου υπέρ της επανένωσης του τόπου. Πολιτικές διαφωνίες πάθους, προσπάθειες διαλόγου άγαρμπες, ένας εκρηκτικός μονόλογος δικός της. Βλέποντας και αγκαλιάζοντας τον Λάζαρο πέρασαν από το νου μου οι ατελείωτες και αξέχαστες νύχτες του Αιγαίου, ο Φτωχόπουλος, ο Μάικ ο γιατρός, η Ελένη, η Πύλη, η Λευκωσία… Τότε δεν υπήρχε το απολιτίκ και η σικ εμφάνιση. Πρώτευε ο λόγος, ο χορός, η έκφραση και η έκρηξη.

Εκεί θα είσαι για μένα Ελένη, έτσι ανθρώπους χρειάζεται ο τόπος, εκρηκτικούς, ειλικρινείς, πληθωρικούς που αγαπούν με πάθος τον τόπο, όπως εσύ αγάπησες την Άλωνα, τα βουνά, και τους ανθρώπους.

Ελεύθερα, 3.9.2023