Ένα «Ταξίδι στη βροχή», ταξίδι στη μνήμη, στον χρόνο, στην Ιστορία, στη ζωή ενός ξεχωριστού ανθρώπου που δεν είναι πια μαζί μας.

Πριν από πέντε περίπου χρόνια, αν θυμάμαι καλά, συναντηθήκαμε σ’ ένα καφέ με την Ελένη Νικοδήμου. Ήταν λίγο μετά τις 10 το πρωί –χαράματα για ’κείνη, όμως τα μάτια της έλαμπαν από την έξαψη– για να μου δείξει κάτι που είχε αρχίσει να γράφει και να της πω τη γνώμη μου. Μιλούσε για ένα ταξίδι στη βροχή που έκανε μόνη της με το αυτοκίνητο, κόντρα στους φόβους της και στις κακές καιρικές συνθήκες.

Μου άρεσε, το γράψιμο της Ελένης είναι γλαφυρό και πολυεπίπεδο, όπως και η ζωγραφική της, και προσφέρθηκα να το επιμεληθώ όταν τελειώσει. Χρόνια μετά, κάπου στις αρχές του Μάη φέτος, καταβεβλημένη πια από την αρρώστια της, μου εμπιστεύτηκε το δημιούργημά της: Έκπληκτος, διαπίστωσα ότι εκείνη η αρχική νουβέλα είχε ξεπεράσει τις 180.000 λέξεις, ήταν πια ένα μεγάλο βιβλίο σχεδόν 500 σελίδες, εμπνευσμένο από εκείνο το ταξίδι. Καθώς ήταν φανερό ότι οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν ραγδαία, έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Εντέλει, η Ελένη πρόλαβε να δει το βιβλίο της τυπωμένο και να χαρεί πολύ. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε και την παρουσίαση που ήθελε να κάνουμε, την υπολόγιζε στο δεύτερο μισό του Σεπτέμβρη, «θα είμαι όμως καλά;» έλεγε…

Η επιμέλεια ενός βιβλίου δεν είναι απλή δουλειά. Σε μια περίπτωση όπως αυτή της Ελένης που το έγραφε επί τόσα χρόνια, και όχι στην καλύτερη φυσική κατάσταση τελευταίως, είναι φυσικό να υπάρχουν επαναλήψεις, κάποιες ανακρίβειες, πράγματα από τα οποία πρέπει να προστατέψεις τον συγγραφέα. Άμα το βιβλίο είναι το «παιδί» του, είσαι κάτι σαν τον μαιευτήρα ή τη μαμή, που βοηθά να το παραδώσει υγιές στον κόσμο.

Η Ελένη με εμπιστεύτηκε ανεπιφύλακτα – η μόνη ανησυχία της ήταν να μην πειράξω τους διαλόγους που είχε στα κυπριακά. Αγαπώ την Ελένη (δυσκολεύομαι ακόμα να μιλήσω σε παρελθοντικό χρόνο γι’ αυτήν), αγάπησα επομένως και το βιβλίο της, αφού δεν είναι απλώς το παιδί της, είναι εκείνη η ίδια, η ιστορία της.

Το πρώτο της εύρημα, να ταξιδεύει μόνη στη βροχή (όπως έκανε όντως κάποτε), εκφράζει την ανυποχώρητη τάση της να αντιμετωπίζει κάθε αντιξοότητα στη ζωή ευθέως, με γενναιότητα. Και ενόσω ανηφορίζει στο βουνό για να φτάσει στο χωριό της την Άλωνα, με συντροφιά τα αγαπημένα της τραγούδια του Σωκράτη Μάλαμα και του Θανάση Παπακωνσταντίνου, μέσα σε μια ομίχλη που κρύβει το τοπίο, εκείνη το ανακαλεί στη μνήμη της και το ζωγραφίζει με λέξεις. Πηγαινοέρχεται στις εποχές της ζωής της, καθώς μικρή ανεβοκατεβαίνει –πάντα τρέχοντας– τις πλαγιές, μαζί με τις κατσίκες της οικογένειας, σε μια πρώιμη προπόνηση της αθλήτριας δρόμων ημιαντοχής που θα γινόταν από την εφηβεία της κιόλας. Το άλλο της εύρημα είναι ένας ίσκιος που τη συνοδεύει, ακάλεστος μάλλον –ή και όχι τόσο–, με τον οποίο κάνει μεγάλες συζητήσεις.

Ο ίσκιος αυτός είναι κάποτε ο Ραφαέλ, ο σύζυγός της –δίπλα της πάντα και στην πραγματικότητα–, άλλοτε κάποιος με τον οποίο διαφωνεί, ενίοτε ο άλλος εαυτός της. Το ταξίδι στη βροχή, έτσι, γίνεται αφορμή να γνωρίσουμε την Ελένη, τη φιλοσοφία της για τη ζωή, την πολιτική, τους Άγγλους αποικιοκράτες, την αγάπη αλλά και τη μνησικακία. Την οικογένειά της και τους ανθρώπους του χωριού, τον αγώνα της ΕΟΚΑ αλλά και την προδοσία, τον πατέρα της στο στρατόπεδο της Πύλας, το διπρόσωπο των Βρετανών στο Κυπριακό…

Κάποτε το ταξίδι εκτρέπεται, μέσα απ’ τη βροχή, και φτάνει ώς την Αίγυπτο, την Αθήνα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τις παρέες στα Εξάρχεια, ένα καλοκαίρι στη Φασολού της Σίφνου παρέα με ρεμπέτες, τις προπονήσεις και τους αγώνες με την Εθνική Ελλάδος στίβου, ξαναγυρίζει νοερά στο Παρίσι και τη Σχολή Καλών Τεχνών, τη γνωριμία της με τον Ραφαέλ, που έκανε γι’ αυτήν αργότερα την Κύπρο δεύτερη πατρίδα του… Με δυο λόγια, το βιβλίο είναι ολόκληρη η ζωή της Ελένης Νικοδήμου, της μικρής χωριατοπούλας από την Άλωνα, της κόρης του μουχτάρη, της προικισμένης αθλήτριας και της εξαιρετικής ζωγράφου. Είναι και το χρονικό μιας εποχής της Κύπρου, μέσα από τη δική της, ιδιαίτερη ματιά, μια ματιά ζωγράφου και συγγραφέως μαζί, αλλά και μιας αγωνίστριας της ζωής, ανυποχώρητης στα πιστεύω και τις αξίες της.

Η Ελένη γοητευόταν από την ιδέα των αγγέλων, άλλωστε μια πολύ μεγάλη ζωγραφική της περίοδος είναι εμπνευσμένη από αυτούς – «βλέπεις;» μου έλεγε, δείχνοντάς μου το έργο της που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, «αυτή είναι η μητέρα μου, έχει φτερά αγγέλου επειδή έχει πεθάνει, εδώ είμαι εγώ, εκεί φαίνονται τ’ αδέρφια μου…». Δεν ξέρω πόσο πίστευε όντως στην ύπαρξή τους – για μένα, λόγου χάρη, είναι ένα χαριτωμένο παραμύθι, όμως τι ξέρω εγώ; Στο κάτω-κάτω, ένας τουλάχιστον άγγελος υπήρξε σίγουρα για την Ελένη: Ο σύντροφός της ο Ραφαέλ. Και ας μην ξεχνάμε, εμείς οι φίλοι της, άλλον ένα: Την ίδια την Ελένη.

«Ραφ, ήρθε ο Χρήστος! Φτιάξε του μια λεμονάδα»…

* Η φωτογραφία είναι του Δημήτρη Βαττή, εικονογράφηση μιας συνέντευξής της στο περιοδικό Omikron του Οκτωβρίου 2003, με αφορμή έκθεση έργων της στη γκαλερί Γκλόρια με θέμα τους αγγέλους).

chrarv@philelefheros.com

Ελεύθερα, 3.9.2023