«Είμαστε όλοι ένοχοι, ένοχοι, ένοχοι» (Λευκό Ρόδο, 2η Προκήρυξη). «Όταν όλοι θα είμαστε ένοχοι, τότε θα έχουμε δημοκρατία» (Αλμπέρ Καμύ, «Η Πτώση»)

Για να πω την αμαρτία μου, δεν εμπιστεύομαι και τόσο την αντιπροσωπευτικότητα του «δείγματος» που λουζόμαστε καθημερινά στα ΜΚΔ. Προτιμώ να εξακριβώνω ιδίοις όμμασι τον χωρίς γυρισμό κατήφορο που βρίσκεται πια η Ελλάδα. Κάθε φορά που ολοκληρώνω την καθιερωμένη μου καλοκαιρινή απονόστηση, η διαπίστωση είναι ολοένα και πιο ανατριχιαστική. Πλέον, η χώρα μοιάζει με ολοπαθητικό ασθενή στο τελικό στάδιο.

Η τοξικότητα έχει γίνει επίσημη ρητορική, ο ρατσιστικός λόγος κανονικότητα. Το επιτελικό αφήγημα αποκαλεί «ευτύχημα» το ότι δεν θρηνήσαμε «ανθρώπινες ζωές», πέρα από τους (υπανθρώπους;) μετανάστες. Μιλάμε για πλήρη απάλειψη της ανθρώπινης ιδιότητας. Κι αν συμβαίνει ακούσια, τότε είναι ακόμη χειρότερο. Πολίτες τσιμπάνε βολικά το «τυράκι» της κυβέρνησης και παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους. Μιας κυβέρνησης της οποίας «κάηκαν» όλα τα επιχειρήματα περί κλιματικής κρίσης και αναλώνεται επικοινωνιακά σε μαυλιστικές αρλούμπες περί «υβριδικού πολέμου», «ασύμμετρων απειλών» και «κυκλωμάτων αλητήριων εμπρηστών», μέσα στην απελπισία της να βρει άλλοθι για το χάρβαλο. Έτσι, τη στιγμή που ο Έβρος καίγεται, αντί να συνταχθούν στην προσπάθεια κατάσβεσης, αυτόκλητοι ανθρωποθήρες αναλώνονται με γελοία προσχήματα σε σαφάρι φουκαράδων.

Μιλάμε για ομαδική παράκρουση. Ο παραλογισμός, ο μισανθρωπισμός, η κακόνοια, η παραληρηματική καχυποψία, η αυτοκαταστροφική οργή, δεσπόζουν. Ο φασισμός επελαύνει. Όμως, δεν πρόκειται για κάποιο ατύχημα που προκάλεσε η κούφια η ώρα, αλλά για σύμπτωμα. Οι φασίστες και οι φασίζοντες δεν ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια από το πουθενά. Έχει σημασία, πέρα από τα ιστορικά ή τα παροδικά πολιτικά χαρακτηριστικά της εμφάνισης του φαινομένου, να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα κοινωνιολογικά και ψυχαναλυτικά αίτια.

Ο φασισμός αντλεί την ψυχοκοινωνική δυναμική του από το αίσθημα της ντροπής, την εξιδανίκευση των μεγάλων μύθων, τα φούμαρα περί επανάκτησης της «εθνικής τιμής», τα ναρκισσιστικά ελλείμματα των οπαδών του. Το εκρηκτικό «χαρμάνι» συμπληρώνεται από την υπνωτιστική έκσταση της βίας. Το πιο βίαιο στοιχείο σε μια κοινωνία είναι η άγνοια, έλεγε η Έμμα Γκόλντμαν. Εκτός από απειροελάχιστους που βάζουν το κεφάλι τους στον τορβά, οι υπόλοιποι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συμβάλλαμε σε μια αξιακή, ηθική, θεσμική και πνευματική κρίση- η οικονομική αποδείχτηκε ότι ήταν απλώς ένα προκάλυμμα.

Η γάγγραινα της φασιστικοποίησης προχωρά ενώ, στη δίνη μιας καταστροφής, μια ολόκληρη κοινωνία τρώγεται με τα ρούχα της και δεν αναγνωρίζει τι πραγματικά της φταίει. Η ντροπή από τη δολοφονική μανία εναντίον των κατατρεγμένων μάς έχει λούσει όλους. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, είναι και υποκριτικό να «πυροβολούμε» τον φασίστα, τη στιγμή που εμείς τον εκθρέψαμε και εν μέρει φωλιάζει και μέσα μας.

Από την Χάνα Άρεντ, μέχρι τον Έριχ Φρομ ή τον Πρίμο Λέβι, αρκετοί και υπολογίσιμοι είναι οι στοχαστές και οι επιστήμονες που τεκμηρίωσαν το γεγονός ότι το κακό δεν το φέρνει ουρανοκατέβατο ο Σατανάς και δεν έχει νύχια και κέρατα, αλλά γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα στην αναμπουμπούλα από την αδράνεια και την υποταγή των ανθρώπων. Ο Λέβι, επιζήσας του Άουσβιτς, συνέχισε να εκπλήσσεται από την απανθρωπιά του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1987. Έγραφε ότι τα «τέρατα» είναι αριθμητικά λίγα για να είναι πραγματικά επικίνδυνα κι ότι πιο επικίνδυνοι είναι οι απλοί άνθρωποι κι οι αξιωματούχοι που είναι έτοιμοι να υπακούσουν και να ενεργήσουν χωρίς πολλές ερωτήσεις.

Στο κλασικό βιβλίο «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία» ο Έριχ Φρομ περιγράφει το πώς ο άνθρωπος διαχειρίζεται τα παράλογα πάθη της καταστροφικότητας, του μίσους, του φθόνου, της εκδίκησης. «Ενώ στα λόγια συμφωνεί με τα διδάγματα των μεγάλων πνευματικών ηγετών, του Βούδα, των προφητών, του Σωκράτη, του Ιησού, του Μωάμεθ- μετέτρεψε τα διδάγματα αυτά σε μια ζούγκλα δεισιδαιμονίας και ειδωλολατρίας». Και θέτει το καίριο ερώτημα, που σήμερα φαντάζει πιο φλέγον από ποτέ: πώς μπορεί η ανθρωπότητα να σωθεί από την αυτοκαταστροφή μέσα σ’ αυτή την ασυμφωνία μεταξύ διανοητικής- τεχνικής υπερωριμότητας και συναισθηματικής οπισθοδρόμησης; Παρεμπιπτόντως, ο ίδιος παρατηρούσε ότι στη Γερμανία μόνο λίγοι άκουγαν το βουητό του ηφαιστείου πριν αυτό εκραγεί.

Οι ραγδαίες και ριζικές αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ισορροπίες ρίχνουν τον άνθρωπο σε έναν κυκεώνα αβεβαιότητας, αμηχανίας, ασημαντότητας, απ’ όπου βρίσκει διέξοδο μόνο προς τον κομφορμισμό. Εκεί είναι η παγίδα. Ό,τι δεν είναι φασιστικό, δεν σημαίνει ότι είναι και αντιφασιστικό. Κι αυτή η αδράνεια, η αμηχανία απέναντι στη βαρβαρότητα έχει κι αυτή τις ψυχοκοινωνικές της αιτίες.

Ο Κλαμάνς, ο κεντρικός ήρωας- αφηγητής στο μυθιστόρημα του Καμύ «Η πτώση», δεν επενέβη για να σώσει μια άγνωστη γυναίκα που βούτηξε στον Σηκουάνα. Οι ενοχές τον πλημμυρίζουν και τελικά μετατρέπεται στον καθρέφτη της διεφθαρμένης ανθρωπότητας. Εφόσον δεν έχουμε καταλήξει αν τελικά είναι χειρότερη η άγνοια ή η αδιαφορία –ή, εν τέλει, η ανημπόρια της αντιφασιστικής δράσης- φρονώ ότι δεν βλάπτει καθόλου να συναισθανθούμε τη συνενοχή μας, ο καθένας ξεχωριστά, για το γεγονός ότι το πρόσωπο της Γοργούς όχι μόνο φαντάζει ολοένα και πιο φρικαλέο, αλλά έχει αρχίσει και να μας μοιάζει.

Δοκιμάστε το. Επιπλέον, είναι και απελευθερωτικό. Κι ενδεχομένως να προσφέρει πολύ περισσότερα απ’ όσα οι ανέξοδοι φιλιππικοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι κινητοποιήσεις του καναπέ.

«Η μεγαλύτερη ντροπή για έναν λαό που θέλει να λέγεται πολιτισμένος είναι να ανέχεται αδιαμαρτύρητα να τον κυβερνά μια ανεύθυνη και παραδομένη στα ζοφερά της ένστικτα συμμορία εξουσιαστών» (Λευκό Ρόδο – 1η Προκήρυξη)

Ελεύθερα, 27.8.2023