Εντός των επόμενων μηνών -αν όχι εβδομάδων- η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να προβεί επίσημα σε πρόσκληση υποβολής συμμετοχών για την εκπροσώπηση της Κύπρου στον θεσμό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 2030.
Και μπορεί εύλογα για αρκετούς από εσάς η πρώτη, αυθόρμητη σκέψη να είναι «μέχρι τότε ποιος ζει, ποιος πεθαίνει», εντούτοις στη μακροοικονομία του θεσμού βρισκόμαστε σχεδόν στο «παρά πέντε». Είθισται τη σχετική ανακοίνωση, αλλά και όλη τη διαδικασία, να την τρέχει το Υπουργείο Πολιτισμού κάθε χώρας μέλους της ΕΕ. Τώρα που εκπολιτιστήκαμε κι έχουμε πια κι εμείς, το σχετικό καθήκον βρίσκεται στη σφαίρα ευθύνης του Υφυπουργείου.
Ο κανονισμός ξεκαθαρίζει ότι το πρώτο στάδιο της διαδικασίας επιλογής προωθείται το αργότερο έξι χρόνια πριν από το έτος του τίτλου. Δέκα μήνες μετά, οι ενδιαφερόμενες πόλεις πρέπει να υποβάλουν την αίτησή τους, ακολουθεί η προεπιλογή, οι λεπτομερέστερες αιτήσεις και ο τελικός ορισμός πριν το τέλος του 2025. Πέρα από τον ορισμό των 12 μελών της επιτροπής ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και πέρα από τη διασφάλιση της τήρησης των θεσπισθέντων κανόνων, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δεν συμμετέχουν στη διαδικασία. Την επωμίζεται το κράτος μέλος. Ευτυχώς, οι κυπριακές πόλεις δεν κάθισαν να περιμένουν την προκήρυξη κι έχουν μπει ήδη στον χορό, διεκδικώντας τις πιθανότητές τους.
Ως γνωστόν, η Λάρνακα είναι η πρώτη που μπήκε στον χορό κι έχει ήδη αρχίσει να δημιουργεί δομές και υποδομές, αλλά και να ξεδιπλώνει τις προθέσεις και τη στρατηγική της. Μάλιστα, έχει ήδη παρουσιάσει την οπτική της ταυτότητα και διοργανώσει τις πρώτες της εκδηλώσεις. Στο εγχείρημα εκφράζουν τη στήριξή τους και ΟΛΟΙ οι δήμαρχοι της επαρχίας: Αραδίππου, Αθηένου, Δρομολαξιάς- Μενεού, Λιβαδιών και Λευκάρων. Είναι ενδεικτικό της αποφασιστικότητας της υποψήφιας πόλης το γεγονός ότι έχει προσλάβει δύο στελέχη με περγαμηνές, που πιστώνονται αντίστοιχα τις επιτυχημένες υποψηφιότητες της Πάφου για το 2017 και της Ελευσίνας για το 2021 (που μετατέθηκε για το τρέχον έτος): τον Σπύρο Πίσυνο και την Κέλλυ Διαπούλη. Ο ανταγωνιστικός φορέας κινείται μεθοδικά και «οργώνει» την πόλη και την επαρχία, χαρτογραφώντας τις δυνάμεις στις οποίες θα στηριχτεί ο φάκελος. Για την τοπική κοινωνία το χρίσμα έχει αρχίσει από τώρα να παίρνει χαρακτήρα αυτοσκοπού.
Υποψιασμένη και θορυβημένη από τα λάθη που την έθεσαν εκτός κούρσας την προηγούμενη φορά, η Λεμεσός έχει κάνει κι αυτή τα βήματά της κι έχει στελεχώσει με σημαντικές προσωπικότητες τον οργανισμό διεκδίκησης (μεταξύ των οποίων η πολύπειρη Γεωργία Ντέτσερ). Επίσης, όρισε καλλιτεχνική διευθύντρια ένα πρόσωπο βγαλμένο από τα σπλάχνα της πολιτιστικής ζωής της πόλης, τη χορογράφο Ελεάνα Αλεξάνδρου, ενώ η ομάδα δράσης τη συνδράμει στην προσπάθεια να αφουγκραστεί την πόλη και να καταλήξει στη φιλοσοφία της πρότασης. Η Λεμεσός δείχνει ότι διαθέτει πραγματογνωσία σε σχέση με τους όρους και το σκεπτικό του θεσμού κι ότι γνωρίζει πώς να κινηθεί για βγει κερδισμένη από τη διαδικασία- ανεξάρτητα από το αν πάρει το χρίσμα ή όχι.
Πρόβλημα για την υποψηφιότητα της Λεμεσού ίσως αποτελέσει η δεδηλωμένη πρόθεση του Δήμου Ύψωνα να υποβάλει ξεχωριστή υποψηφιότητα, με ορίζοντα τη μετονομασία του σε Δήμο Κουρίου στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εκ πρώτης όψεως, αυτό μοιάζει με «αποσκίρτηση», ωστόσο κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει σε μια τοπική αρχή να μετρήσει τις δυνάμεις της μέσω του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Ειδικά, όταν αυτή η τοπική αρχή βρίσκεται σε μεταβατική φάση και θέλει να αποτιμήσει και να εδραιώσει το ιστορικό και πολιτιστικό της αποθεματικό. Όλοι οι καλοί χωράνε, ωστόσο αν η πρόθεση αυτή γίνει τελικά πράξη θα δημιουργήσει νέα δεδομένα στην όλη διαδικασία για την Κύπρο- στην παρούσα φάση αλλά και μακροχρόνια. Διότι πλέον θα μπουν στο παιχνίδι και οι περιφερειακοί δήμοι.
Η Αγία Νάπα δεν έχει εγκαταλείψει ακόμη οριστικά τη δεδηλωμένη –εδώ και πέντε χρόνια!- πρόθεση να αποτελέσει έναν ακόμη πόλο διεκδίκησης. Δεν θα της κάνει κακό να συμμετέχει, αλλά ο μικρός της πληθυσμός και οι δομές της δείχνουν ότι πιο ρεαλιστικό και ουσιαστικό θα ήταν να συμμετείχε ενεργά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης υποψηφιότητας στο ελεύθερο κομμάτι της επαρχίας Αμμοχώστου.
Η Λευκωσία πάλι εκδήλωσε κάπως αργοπορημένα τις προθέσεις της, αλλά είναι δεδομένο ότι θα μπει δυνατά. Η επιστράτευση του Γιάννη Τουμαζή ήταν μια κίνηση που δείχνει αποφασιστικότητα, ωστόσο είναι ανησυχητικός ένας εφησυχασμός που παρατηρείται. Αυτός έχει τις ρίζες του στην εμπιστοσύνη –αν όχι σε μια αίσθηση υπεροχής- που αισθάνεται η πόλη ως προς τις δομές, τις δυνάμεις, τις προοπτικές της. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουν οι ιθύνοντες ότι για τον θεσμό λίγη σημασία έχει το τι είσαι και πολύ περισσότερη το τι δεν είσαι αλλά θέλεις να γίνεις. Αν περάσεις το μήνυμα ότι δεν έχεις ανάγκη το χρίσμα, τότε απλά δεν θα το πάρεις. Με άλλα λόγια, το «μειονέκτημα» εδώ είναι πλεονέκτημα κι αυτό ίσως το θυμούνται από την προηγούμενη διαδικασία. Χρειάζονται ιδέες. Και είμαι σίγουρος ότι μπορεί να «δει» το μέλλον της μέσα από ένα δημιουργικό πρίσμα. Για την ακρίβεια, μια τόσο «τραυματισμένη» πόλη –παγκόσμιο σύμβολο- έχει όλες τις προϋποθέσεις να «εκτοξευτεί» στην κούρσα και να έχει τον πρώτο λόγο. Αρκεί να βρει τον βηματισμό της.
Τελευταία αφήνω την Πάφο, η τραγωδία της οποίας είναι ότι έχασε οριστικά ένα τρένο που περνά μόνο μια φορά. Αντί το χρίσμα του 2017 να την εκτοξεύσει, την κατέστησε παράδειγμα προς αποφυγή για τις υπόλοιπες, όταν θα σχεδιάζουν όσα θα κρατήσουν από τον θεσμό ως παρακαταθήκη. Όχι μόνο ως πρωτεύουσες αλλά και ως υποψήφιες πρωτεύουσες. Αυτή η παρακαταθήκη αποδεικνύεται ότι είναι πιο σημαντική κι από τον ίδιο τον τίτλο.
Ελεύθερα, 23.7.2023