Πιστεύω ότι ο Μιχάλης Χατζηγιάννης είχε αρχίσει να μετανιώνει που δέχτηκε την «κουφή» πρόταση του Νίκου Χριστοδουλίδη να αναλάβει το Υφυπουργείο Πολιτισμού πριν καν αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του. Και εκτιμώ ότι ήταν ήδη «φευγάτος» πριν βγει ο Μάρτιος, ο πρώτος μήνας της θητείας του. Σαφώς όμως θα ήταν εξαιρετικά προσβλητικό τόσο για τον ίδιο όσο και για τον νέο Πρόεδρο ένα τόσο σύντομο και κραυγαλέο mea culpa.
Τολμώ λοιπόν να πω, τώρα που ο σύντομος κύκλος του –ή καλύτερα η παρένθεση- έκλεισε, ότι το δίκαιο είναι να τον αποτιμήσουμε θετικά. Και ναι το λέω εγώ που παραδέχομαι πως ήμουν εξαιρετικά αυστηρός στην αξιολόγησή του. Για να είμαστε ακριβείς, δεν ήμουν αυστηρός τόσο μαζί του όσο με την επιλογή του. Δηλαδή, μ’ εκείνον που τον διόρισε.
Ναι, μην εκπλήσσεστε, θετικά θα πρέπει να τον αποτιμήσουμε. Ο άνθρωπος ήρθε από την πρώτη στιγμή αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή πολεμική κυρίως από τον χώρο τον οποίο κλήθηκε να υπηρετήσει από τη θέση του πολιτικού προϊστάμενου. Αυτή η πολεμική και η δυσπιστία δεν κόπασε ποτέ, αντίθετα με κάθε ευκαιρία εντεινόταν. Τον είχαν όλοι στην μπούκα και περίμεναν το παραμικρό ολίσθημα για να «οπλίσουν». Λογικό είναι το κλίμα να γίνει εκρηκτικό αν όχι τοξικό και κανείς δεν είναι τόσο σκληρόπετσος για να το αγνοήσει.
Από την άλλη, όντας άπειρος και ουσιαστικά ουρανοκατέβατος στην πολιτική κονίστρα, όπως και στον πυρήνα της εγχώριας πολιτιστικής πραγματικότητας, έπεσε κατευθείαν στα βαθιά σ’ ένα αρχιπέλαγος από σκοπέλους και εκκρεμότητες. Όπως έχουμε επανειλημμένα σημειώσει, είχε επιπλέον ν’ αναμετρηθεί με μια νεογέννητη δομή, απελπιστικά υποστελεχωμένη και δύσμορφο τέκνο της επάρατης «δημοσιονομικής ουδετερότητας».
Ωστόσο, δεν λιποψύχησε. Ούτε άφησε τον χρόνο να περνά άσκοπα μέχρι να φτάσει η πολυπόθητη συγκυρία της εξόδου. Πρέπει να του αναγνωρίσουμε ότι είχε όλες τις καλές προθέσεις, την ευγένεια και τη βούληση να δώσει με τις όποιες δυνάμεις και δυνατότητες διαθέτει μια μικρή ώθηση στα πράγματα. Να αφήσει ένα μικρό έστω αποτύπωμα.
Έδωσε ό,τι είχε. Και η αλήθεια είναι ότι τα πήγε καλύτερα απ’ ότι αναμέναμε. Κάποιος θα αντιτάξει στην παρατήρηση αυτή ότι δεν περιμέναμε και πολλά. Έστω. Πάντως, δεν αφήνει κρανίου τόπο. Δεν έφερε την καταστροφή όπως πολλοί προείκαζαν –ίσως μόνο λίγη αναταραχή. Εστίασε σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα, καθ’ υπόδειξη και από το Προεδρικό και τα προχώρησε όσο γινόταν υπό τις περιστάσεις. Έδειξε ότι είχε θέληση και έγνοια και προσπάθησε για το καλύτερο υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Έκανε γκάφες; Ναι. Αλλά κυρίως αθώες, επικοινωνιακές. Περισσότερο έβλαψε τον εαυτό του, παρά το χαρτοφυλάκιο που καταλείπει. Ήταν επόμενο να είναι τόσο ευδιάθετος, να μοιάζει σχεδόν ανακουφισμένος, όταν παρέδιδε τη σκυτάλη.
Επειδή λοιπόν ουδέν κακόν αμιγές καλού, ένα θετικό της ταραγμένης θητείας Χατζηγιάννη και γενικότερα της επιλογής του Προέδρου να τον ρίξει στο κλουβί με τα λιοντάρια της ενεργούς πολιτικής, είναι ότι κατάφερε να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας στον Πολιτισμό. Σχεδόν εκτυφλωτικά. Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, ακόμη και του κοινού που -νομίζει ότι- δεν κοινωνεί τα του τομέα του πολιτισμού, μεγάλωσε αυτό το διάστημα. Εκτός απροόπτου, αυτό σταδιακά θα ξεφουσκώσει, αλλά όλο και κάτι θα μείνει.
Αυτή ίσως ήταν και η μεγαλύτερη υπηρεσία του στον Πολιτισμό (από τον θώκο, έτσι;), με εξαίρεση φυσικά την ίδια την αποχώρησή του. Η παραίτησή του καταγράφεται ως η πολιτική του πράξη με το πιο βαθύ αποτύπωμα. Αναγνώρισε την ανεπάρκειά του. Κατάλαβε ότι δεν είναι όλοι για όλα. Κι εφόσον ούτε ο ίδιος είχε πλέον κάτι να κερδίσει, αλλά μάλλον να χάσει, αποχώρησε. Προσφέροντας στον όποιον διάδοχό του ένα μεγάλο πλεονέκτημα: μια θετική προδιάθεση από τον κόσμο του πολιτισμού πως τα πράγματα θα πάνε καλύτερα.
Μακάρι όμως το πρόβλημα στον Πολιτισμό να ήταν ο Χατζηγιάννης. Η νέα Υφυπουργός –αν και θεωρώ ότι είναι υποψιασμένη- πρόκειται να το διαπιστώσει αυτό σύντομα με τον σκληρό τρόπο. Αισιοδοξία για την επόμενη μέρα υπάρχει, αφού τη φορά αυτή ο Πρόεδρος αποφάσισε να μελετήσει καλύτερα και πιο διεξοδικά τον επόμενο διορισμό. Είχε άλλωστε τόσο τον χρόνο όσο –πια- και την πείρα. Κανείς δεν μπορεί να μας πείσει ότι η διαδικασία αυτή ξεκίνησε τη Δευτέρα και ολοκληρώθηκε την Τρίτη. Αναγνώρισε το λάθος του και δεν υπάρχει πειστικότερη παραδοχή γι’ αυτό από την επιστράτευση της Λίνας Κασσιανίδου.
Είναι μια επιλογή με ουσιαστικά εκ διαμέτρου αντίθετη φιλοσοφία σε σχέση μ’ εκείνη του Μιχάλη Χατζηγιάννη. Με «βαρύ» ακαδημαϊκό βιογραφικό, αλλά και με δεδομένη τριβή και σχέση με τα πολιτιστικά δρώμενα της Κύπρου. Αλλά και επιπρόσθετα μια επιλογή που προέρχεται από το πεδίο της αρχαιολογίας για να εγκαινιάσει τη νέα εποχή της μεταφοράς του Τμήματος Αρχαιοτήτων και να διασφαλίσει την ομαλή προσαρμογή του. Μια επιλογή, τέλος, που δεν έχει ως βασικό κριτήριο τη φιλική σχέση με τον Πρόεδρο ή την πολιτική και κομματική διαπίστευση. Άλλωστε, η ίδια δεν είχε διστάσει να επικρίνει δημόσια επιλογές του Νίκου Χριστοδουλίδη.
Τίποτα απ’ όλα αυτά, εντούτοις, δεν υπονοούν ότι η νέα Υφυπουργός κρατά μαγικό ραβδί που θα λύσει μονομιάς τα προβλήματα και θα γιατρέψει τις διαχρονικές παθογένειες. Τα ανοιχτά μέτωπα παραμένουν πολλά. Καλό θα ήταν να μην αγκιστρωθεί στις προεκλογικές εξαγγελίες, διότι τέσσερις μήνες τώρα ακούμε να επαναλαμβάνονται σαν ρεφρέν τραγουδιού μόνο τρία συγκεκριμένα ζητήματα, λες και δεν υπάρχουν άλλες κρίσιμες εκκρεμότητες. Οι προκλήσεις είναι πολλές και περίπλοκες και την περιμένει μια δύσβατη διαδρομή. Τουλάχιστον, όμως, δεν θα έχει το βαρίδιο της αμφισβήτησης πριν καλά- καλά αναλάβει.
Ελεύθερα, 16.7.2023