Μεγαλώνει ο πληθωρισμός στις τιμές των τροφίμων, ο οποίος έχει αυξηθεί πιο έντονα στις χώρες της ζώνης του ευρώ, που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία. Στο χθεσινό οικονομικό δελτίο της ΕΚΤ αναφέρεται πως «η άνοδος του πληθωρισμού των τροφίμων στη ζώνη του ευρώ και ο αντίκτυπος του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας» αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζουν όλα τα κράτη, αλλά σε διαφορετικό βαθμό.

Οι συντάκτες της έκθεσης, Katalin Bodnar και Tobias Schuler, σημειώνουν ότι η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού στα τρόφιμα στη ζώνη του ευρώ, που παρατηρείται από τα μέσα του 2021, οφείλεται κυρίως στην άνοδο των διεθνών τιμών των βασικών προϊόντων τροφίμων και της ενέργειας, η οποία επιταχύνθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Στην έκθεση σημειώνεται ότι οι υψηλές τιμές ενέργειας επηρεάζουν τον πληθωρισμό των τροφίμων μέσω τριών καναλιών. Πρώτον, η γεωργική παραγωγή και η επεξεργασία τροφίμων είναι ενεργοβόρα. Για παράδειγμα, η φυτική παραγωγή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα καύσιμα για γεωργικά μηχανήματα, επομένως οι υψηλότερες τιμές ενέργειας τείνουν να μεταδίδονται γρήγορα στο υψηλότερο κόστος παραγωγής. Οι υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου αυξάνουν τις τιμές των λιπασμάτων. Τρίτον, το αυξανόμενο κόστος μεταφοράς επηρεάζει, επίσης, τις τιμές των τροφίμων.

Όσον αφορά το εμπόριο γεωργικών προϊόντων και λιπασμάτων στη ζώνη του ευρώ, το μεγαλύτερο μερίδιο διαπραγματεύεται στη ζώνη του ευρώ (57%), ενώ η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία μαζί αντιπροσωπεύουν μόνο το 2% των συνολικών εισαγωγών της ζώνης του ευρώ. Σύμφωνα με την έκθεση, κατανέμοντας τις εισαγωγές ανά προϊόν, η ζώνη του ευρώ εισάγει μεγάλο μερίδιο αραβοσίτου από την πληγείσα περιοχή (κυρίως από την Ουκρανία) και χρησιμοποιείται κυρίως στις ζωοτροφές. Σημαντικές είναι επίσης οι εισαγωγές ελαιούχων σπόρων, σιταριού και ζάχαρης, κυρίως από την Ουκρανία. Αυτές οι εισαγωγές επηρεάζουν τον πληθωρισμό των τροφίμων βάσει του ΕνΔΤΚ, καθώς η προσφορά αυτών των συγκεκριμένων αγαθών στις παγκόσμιες αγορές είναι περιορισμένη. Για παράδειγμα, τα νοικοκυριά μπορεί να αντικαταστήσουν το ηλιέλαιο με άλλα φυτικά ή ζωικά έλαια και λίπη, αλλά χρησιμοποιούνται σε ορισμένα επεξεργασμένα τρόφιμα, επομένως η μειωμένη προσφορά έχει μεγάλο αντίκτυπο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Στην έκθεση αναφέρεται ότι η μειωμένη προσφορά ζωοτροφών μπορεί επίσης να επηρεάσει τις προμήθειες και τις τιμές κρέατος. Επιπλέον, η ζώνη του ευρώ εισάγει περισσότερο από το ένα τέταρτο του λιπάσματός της από την πληγείσα περιοχή, το οποίο είναι δύσκολο να αντικατασταθεί από άλλες πηγές. Τα κράτη της Βαλτικής και η Φινλανδία είναι οι χώρες της ζώνης του ευρώ που εξαρτώνται περισσότερο από εισαγωγές γεωργικών προϊόντων και λιπασμάτων από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία οι οποίες αντιπροσωπεύουν μεταξύ 8% (Φινλανδία) και 13% (Εσθονία) του συνόλου εισαγωγών αυτών των προϊόντων, σημειώνεται στην έκθεση.

1.6 δισ. το έλλειμμα εξαγωγών – εισαγωγών μέχρι τον Μάρτιο

Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στην Κύπρο ήταν €1.686,9 εκ. για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2022, σε σύγκριση με €1.372,3 εκ. την αντίστοιχη περίοδο του 2021, σύμφωνα με την Στατιστική Υπηρεσία.

Συγκεκριμένα, οι συνολικές εισαγωγές αγαθών από Κράτη Μέλη της ΕΕ και από τρίτες χώρες για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2022 ήταν €2.479,5 εκ. σε σύγκριση με €1.931,3 εκ. για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2021, σημειώνοντας αύξηση 28,4%. Οι συνολικές εξαγωγές αγαθών σε Κράτη Μέλη της ΕΕ και σε τρίτες χώρες για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2022 ήταν €792,6 εκ. σε σύγκριση με €559,0 εκ. για την ίδια περίοδο του 2021, σημειώνοντας αύξηση 41,8%.

Σύμφωνα με την Στατιστική Υπηρεσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η κύρια πηγή προμήθειας αγαθών προς την Κύπρο με μερίδιο €1.574 εκ. επί των συνολικών εισαγωγών, ενώ οι εισαγωγές από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ήταν €166,9 εκ. κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2022. Οι εισαγωγές από τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου ήταν €738,6 εκ.

Οι εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθαν σε €222,4 εκ., ενώ οι εξαγωγές προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ήταν €73,7 εκ. κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2022. Οι εξαγωγές προς τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου ήταν €496,5 εκ.