Σε ηλικία 80 ετών απεβίωσε η σπουδαία Γερμανίδα καλλιτέχνης Ρεμπέκα Χορν, που διέπρεψε στο πεδίο των εγκαταστάσεων και της performance art. Το 1986 είχε συνεργαστεί με τον Γιάννη Κουνέλλη.
Η Χορν Μπαντ Κένιχ την Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου, όπως επιβεβαίωσαν το ίδρυμά της Moontower Foundation και η γκαλερί της. Έγραψε ιστορία στον χώρο της τέχνης για τις οραματικές της χορογραφίες του σώματος, του χώρου και της μηχανής χρησιμοποιώντας τα μέσα της περφόρμανς, της γλυπτικής και της εγκατάστασης. Το έργο της ήταν ένας προάγγελος για καλλιτεχνικά κινήματα που ακολούθησαν.
Γνωστή για τις σουρεαλιστικές και αισθησιακές «μηχανές τέχνης» της που ενσωμάτωναν μουσικά όργανα, φτερά πουλιών και μηχανική, πέθανε σε ηλικία 80 ετών, όπως επιβεβαίωσε το ίδρυμά της.
Ο θάνατος επήλθε στη γενέτειρά της, τη δυτικογερμανική περιοχή του Όντενβαλντ.
«Η Ρεμπέκα ήταν μια ηρωική, πρωτοποριακή καλλιτέχνις της οποίας η άγρια ανεξαρτησία, η ενέργεια και το πνεύμα άγγιξαν όλους όσοι ήρθαν στην τροχιά της» είπε ο γκαλερίστας της για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, Σον Κέλι.
Ο Χορν γεννήθηκε στην πόλη Μίχελσταντ το 1944, ένα χρόνο πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από Εβραίους γονείς που αναγκάστηκαν να κρυφτούν με το μωρό τους στον Μέλανα Δρυμό μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Της άρεσε να ζωγραφίζει από νεαρή ηλικία και η τέχνη έγινε σημαντική πηγή παρηγοριάς όταν νοσηλεύτηκε για φυματίωση ως έφηβη.
Χτυπημένος πάλι από ασθένεια σε ηλικία 20 ετών, ο Χορν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Αμβούργου, αφού δούλεψε με υαλοβάμβακα χωρίς μάσκα και υπέστη σοβαρή φλεγμονή των πνευμόνων. Η πνευμονική πάθηση από την οποία προσεβλήθη ήταν η αιτία που την ανάγκασε να σταματήσει να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα υλικά στην γλυπτική της.
Πέρασε ένα χρόνο αναρρώνοντας σε σανατόριο προτού συνεχίσει να φτιάχνει έργα γλυπτικής αλλά επεκτεινόταν στην περφόρμανς, την εγκατάσταση και τον κινηματογράφο. Η γοητεία τόσο για τις δυνατότητες όσο και για τους περιορισμούς της αξιοποίησης ενός σώματος δεν θα την άφηνε ποτέ. Άρχισε να δημιουργεί μια σειρά από γλυπτά που έχουν ως θέμα την απομόνωση, τον εγκλεισμό, την αδυναμία και το τρωτό του ανθρώπινου σώματος, αλλά επίσης και τη σεξουαλική διάθεση και ερωτική διάσταση του.
Έγινε γνωστή ως καλλιτέχνης στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Το πρώιμο έργο της έφερε τη σφραγίδα του κινήματος Fluxus: στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970 δούλεψε πάνω στον «Μονόκερο», ένα κοστούμι για μια συμφοιτήτριά της, την οποία έστειλε σε έναν ημίγυμνο περίπατο στο δάσος ένα καλοκαιρινό πρωινό.

Έχει συμμετάσχει στην Μπιενάλε της Βενετίας, στην Μπιενάλε του Σίδνεϋ κι ήταν από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που έλαβαν τέσσερις φορές μέρος στην Documenta του Κάσσελ. Οι πρώτες της αναζητήσεις ήταν επηρεασμένες από τα γραπτά του Κάφκα και του Ζενέ και από τα φιλμ του Μπουνιουέλ και του Παζολίνι.
Μετά από μικρή παραμονή στο Λονδίνο το 1971, προσεκλήθη να συμμετάσχει στην Documenta του Κάσελ, όπου και έδωσε την πρώτη μεγάλη περφόρμανς της. Τον ίδιο χρόνο άρχισε να κατασκευάζει μηχανικά – κινητικά έργα. Επίσης δημιούργησε το πρώτο φιλμ της το «Berlin Exercises: Dreaming Under Water», το οποίο πήρε το Βραβείο Κριτικών Τύπου το 1975.
Τη δεκαετία του 1980, η Χορν άρχισε να δουλεύει με εγκαταστάσεις για συγκεκριμένους χώρους. Συνεργαζόμενη με τον Γιάννη Κουνέλη το 1986 σε μια εγκατάσταση σε ένα άσυλο ανιάτων στην Βιέννη, η Χορν άρχισε να ενδιαφέρεται συστηματικά για την ιστορία και την μνήμη του περιβάλλοντος. Ασχολήθηκε από τότε με ιστορικούς τόπους σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπως κοντά σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Βαϊμάρη.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αγκάλιασε το κλασικό μεταμοντέρνο μέσο της περφόρμανς. Εξερευνώντας τα υποτιθέμενα σωματικά μας όρια, εφηύρε φορητά γλυπτά που της επέτρεψαν να επεκταθεί στο περιβάλλον της με νέους και απροσδόκητους τρόπους.
Ένα παράδειγμα είναι η μάσκα μολυβιού, ένα περίεργο εργαλείο που μοιάζει με κλουβί που μπορεί να δεθεί στο κεφάλι της έτσι ώστε αιχμηρά μολύβια να προεξέχουν από το πρόσωπό της.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Χορν άρχισε να φτιάχνει μηχανοκίνητα γλυπτά από τα οποία ένα από τα πρώτα ήταν το «Peacock Machine», που σχεδιάστηκε για την Documenta 7 το 1982. Από το περίεργο κατασκεύασμα προεξέχουν μακριές ράβδοι αλουμινίου που ανοίγουν σαν τα φτερά της ουράς ενός παγωνιού.

Μέχρι τη δεκαετία του 1990, είχε αρχίσει να παράγει εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, από τις οποίες το «Inferno» είναι ένα από τα πρώτα. Κλασικά νοσοκομειακά κρεβάτια με μεταλλικό σκελετό από ψυχιατρική πτέρυγα, γυμνά αλλά με ανέπαφα τα ελατήρια τους, έχουν σφηνωθεί μεταξύ τους σε μια αλληλοσυνδεόμενη, στοιβαγμένη μάζα που κρέμεται από την οροφή. Η ψηλή κατασκευή είναι ενσωματωμένη με γυάλινους σωλήνες που αναβοσβήνουν περιοδικά σαν αστραπή.

Η δουλειά της αυτή τη στιγμή αποτελεί αντικείμενο αναδρομικής έκθεσης στον Οίκο των Τεχνών του Μονάχου μέχρι τις 13 Οκτωβρίου.