Ο Μπιλ Βαϊόλα, ένας από τους διαπρεπέστερους καλλιτέχνες της εποχής μας στους τομείς των νέων μέσων, του βίντεο και των εγκαταστάσεων, πέθανε την Παρασκευή στο σπίτι του στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνιας, σε ηλικία 73 ετών.
Ο Αμερικανός δημιουργός, που χαρακτηρίστηκε «ο Ρέμπραντ της εποχής του βίντεο», απεβίωσε έπειτα από επιπλοκές της νόσου Αλτσχάιμερ, όπως ανακοινώθηκε από τον λογαριασμό που διαχειρίζεται η σύζυγός του, Κίρα Πέροβ, διευθύντρια του στούντιο και καλλιτεχνική του συνεργάτης. Ο Βιόλα έφερε μια αίσθηση διαχρονικής ομορφιάς και αρχαιόμορφης πνευματικότητας στο νέο είδος της βιντεοτέχνης και κατέστη ένας από τους πιο επιδραστικούς και δημοφιλείς καλλιτέχνες του είδους.
Ο Γουίλιαμ Τζον Βαϊόλα Τζούνιορ γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1951, στο Φλάσινγκ, μια γειτονιά της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε εκεί με τη μεγαλύτερη αδελφή και τον μικρότερο αδελφό του. Ο πατέρας του, διευθυντής της Pan American Airways, ήταν γιος Ιταλών και Γερμανών μεταναστών. Η μητέρα του, Γουίνι, είχε μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Αγγλία.
Η μητέρα του, Επισκοπική στο θρήσκευμα, μεγάλωσε τα παιδιά της στην εκκλησία, αλλά η πρώιμη πνευματική αφύπνιση που θυμόταν περισσότερο ο Βαϊόλα προερχόταν από ένα παραλίγο πνιγμό. Μετά από την πτώση του από σχεδία σε λίμνη όταν ήταν 6 ετών— και πριν διασωθεί από έναν θείο του — είδε κάτω από την επιφάνεια «πιθανώς τον πιο όμορφο κόσμο που έχω δει ποτέ», όπως ανέφερε σε συνέντευξη. «Ήταν γεμάτος χρώματα, και υπήρχε φως, και τα φυτά κινούνταν» είπε. «Το βλέπω τακτικά, σχεδόν συνεχώς, στο μυαλό μου και στα μάτια του μυαλού μου. Ήταν ένα είδος παραδείσου. Έτσι ένιωσα ότι αυτός ήταν ο πραγματικός κόσμος».
Όταν οι καλλιτέχνες άρχιζαν μόλις να δουλεύουν με το βίντεο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Βαϊόλακέρδισε γρήγορα φήμη ως τεχνολογικός μάγος, με δεξιότητες στις νέες μεθόδους ηχογράφησης και επεξεργασίας. Πολλά από τα πρώτα έργα του αντικατόπτριζαν μια γοητεία με τα ειδικά εφέ, συμπεριλαμβανομένων των βρόχων ανατροφοδότησης εισόδου- εξόδου για να γεμίσουν την οθόνη με οπτικές παραμορφώσεις και εγκαταστάσεις παρακολούθησης κλειστού κυκλώματος. Απέκτησε εμπειρία στην τεχνολογία εργαζόμενος ως βοηθός οπτικοακουστικών μέσων σε μουσεία και γκαλερί.
Για πέντε δεκαετίες οι εγκαταστάσεις ήχου και εικόνας που δημιούργησε ξεπερνούσαν τα όρια της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας, διερευνώντας πνευματικές και φιλοσοφικές παραδόσεις και θεμελιώδεις ανθρώπινες εμπειρίες, τη γέννηση, τον θάνατο, τη συνείδηση και την αντίληψη της πραγματικότητας. Ένα διαρκές θέμα που διερεύνησε βαθιά είναι ο δυϊσμός ή η ιδέα ότι η κατανόηση ενός θέματος είναι αδύνατη, εκτός αν είναι γνωστό το αντίθετό του.

Όλο και περισσότερο, το ενδιαφέρον του για τον Ζεν Βουδισμό, τον Ισλαμικό Σουφισμό και τον Χριστιανικό μυστικισμό διαμόρφωσαν τις επιλογές του και η έξαρση της τεχνογνωσίας έδωσε χώρο στη χρήση βίντεο, με την ψευδαίσθηση ενός διαρκούς ενεστώτα, για να εξερευνήσει τη δύναμη της ανθρώπινης συνείδησης. Πολλά από τα πιο γνωστά έργα του επιβραδύνουν το πέρασμα του χρόνου, έτσι ώστε οι θεατές να συνειδητοποιήσουν έντονα τη φυσική τους παρουσία και τις σκέψεις τους.
Σε μια διάλεξη το 2007, είχε πει: «Βλέπω ότι η τεχνολογία των μέσων δεν είναι σε αντίθεση με τον εσωτερικό μας εαυτό, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια αντανάκλασή του».
Η κριτικός τέχνης της εφημερίδας «Observer», Λόρα Κάμινγκ, είχε γράψει για την έκθεσή του το 2001 «Five Angels For The Millennium» ότι είναι «η πιο ισχυρή έκθεση από εν ζωή καλλιτέχνη που μπορεί να δει κανείς σήμερα στη Βρετανία» και ότι ο Βαϊόλα «έχει γίνει ο Ρέμπραντ της εποχής του βίντεο, ένας καλλιτέχνης που έχει κάνει περισσότερα από οποιονδήποτε από τους σύγχρονούς του για να προωθήσει το συναισθηματικό και αισθητικό περιεχόμενο του μέσου του». Η Λόρα Κάμινγκ, γράφοντας στον Guardian το 2001, παρατήρησε τους επισκέπτες της γκαλερί στο Λονδίνο να δακρύζουν. Είπε ότι ο Βαϊόλα χρησιμοποιούσε την πιο σύγχρονη τεχνολογία για να ανακινήσει τα πιο αρχέγονα συναισθήματα.
Ενώ το βίντεο ήταν το κύριο μέσο του, με τον Βιόλα να δημιουργεί πολλά αναγνωρισμένα έργα σε βιντεοκασέτα, συνεχώς ωθούσε τα όρια της πρακτικής του. Το πρώτο του έργο σε βίντεο υψηλής ευκρίνειας, «Going Forth By Day», παραγγέλθηκε το 2002 από το Deutsche Guggenheim του Βερολίνου και το Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης και είχε ως αποτέλεσμα μια πεντάπτυψη νωπογραφία που αντιπροσώπευε τον κύκλο της ζωής, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο.
Συχνά συνεργαζόταν με μουσικούς – από το Ensemble Modern της Φρανκφούρτης το 1994 και την industrial ροκ μπάντα Nine Inch Nails το 2000, μέχρι τον σκηνοθέτη Πίτερ Σέλαρς και τον μαέστρο Έσα- Πέκκα Σάλονεν σε μια νέα παραγωγή της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη», η οποία περιοδεύσε διεθνώς από το 2004.
Περιστασιακά, αποτύπωνε τους ρυθμούς της πόλης, όπως στο βίντεο «Anthem» του 1983, στο οποίο κατέγραψε ένα 11χρονο κορίτσι να στέκεται στο Union Station στο Λος Άντζελες, καθώς εκπέμπει μια έντονη κραυγή. Διαμόρφωσε την κραυγή της ώστε να απλώνεται σε πολλές οκτάβες και να διαρκεί αρκετά λεπτά. Αυτή η κραυγή παρέχει το ηχητικό υπόβαθρο για ένα μοντάζ τόσο όμορφων όσο και άσχημων σκηνών, που αποσυναρμολογούν τον χώρο και τον χρόνο δημιουργώντας μια αίσθηση «συγχρονικότητας», τεχνική που έγινε δημοφιλής και σε νεότερους βίντεο καλλιτέχνες όπως ο Αμερικανός Νταγκ Άιτκεν και η Ελβετίδα Πιπιλότι Ριστ.
Το έργο του Βιόλα πήρε μια πιο προσωπική κατεύθυνση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο θάνατος της μητέρας του ακολούθησε τη γέννηση του δεύτερου γιου του.
Στα επόμενα έργα του, κυρίως χρησιμοποιώντας ηθοποιούς, συνέχισε να εξερευνά σημαντικά περάσματα στη ζωή: γέννηση, θάνατο, ρομαντική αγάπη, λύτρωση και αναγέννηση. Οι εικόνες του έγιναν όλο και πιο τελετουργικές.

Βρήκε επίσης έμπνευση σε παλιά αριστουργήματα, δημιουργώντας τρίπτυχα βίντεο που μοιάζουν με σύγχρονα εικονοστάσια και βαθιά συναισθηματικά βίντεο πορτρέτα ατομικών ανδρών και γυναικών.
Το 2019, η Βασιλική Ακαδημία στο Λονδίνο παρουσίασε σχέδια του Μιχαήλ Άγγελου δίπλα στα βίντεο του Βαϊόλα. Κάποιοι κριτικοί επέκριναν την έκθεση, χαρακτηρίζοντάς την ως «κηρυγματική, πομπώδη και μεγαλεπήβολη»- η πιο επίμονη κριτική πάνω στο έργο του διαχρονικά.
Τα έργα του έχουν εκτεθεί και αποκτηθεί από τα μεγαλύτερα μουσεία της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες, όπως το Guggenheim, το Whitney Museum of American Art, το Metropolitan Museum of Art, το Museum of Modern Art, το Los Angeles County Museum of Art, το Museum of Contemporary Art και το Getty Museum, το οποίο σπάνια παρουσιάζει σύγχρονη τέχνη εκτός από τη φωτογραφία, αλλά έκανε μια εξαίρεση για την έκθεση του 2002, «Bill Viola: The Passions».
Σπουδές και προσωπική ζωή
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Σίρακιουζ για το πτυχίο του στις Καλές Τέχνες, παρακολουθώντας ένα μείγμα μαθημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αντιληπτικής ψυχολογίας και της τέχνης. Το 1974, έχοντας παρουσιάσει τα πρώτα του έργα στο Έβερσον, πήγε στη Φλωρεντία για να αναλάβει τεχνικός διευθυντής σε στούντιο βιντεοτέχνης. Εκεί συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Κουνέλλης, ο Κρις Μπέρντεν, η Τζόαν Τζόνας και ο Μάριο Μερτς.
Γνώρισε την Κίρα Πέροβ, διευθύντρια πολιτιστικών εκδηλώσεων στο Πανεπιστήμιο La Trobe στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, το 1977, όταν τον κάλεσε εκεί για να δείξει μερικά από τα βίντεό του. Παντρεύτηκαν το 1980, πέρασαν πάνω από ένα χρόνο στην Ιαπωνία μελετώντας τον Ζεν Βουδισμό και τελικά μετακόμισαν στο Λονγκ Μπιτς, όπου δημιούργησαν το στούντιο.

Πηγή: nytimes.com