Έφυγε από τη ζωή την Τρίτη, πλήρης ημερών, ο διακεκριμένος Κύπριος μουσικός και μουσικοπαιδαγωγός Πάνος Παναγή, πατέρας του γνωστού συνθέτη, τραγουδοποιού και τραγουδιστή Άλεξ Παναγή και του ζωγράφου Νικόλα Παναγή. Ήταν 98 ετών.
Ο Παναγιώτης Παναγή ήταν ιδρυτικό στέλεχος της Κρατικής Ορχήστρας Κύπρου, προάγγελου της σημερινής Συμφωνικής Ορχήστρας, την οποία υπηρέτησε για πολλά χρόνια, ενώ οι περισσότεροι μαθητές του ήταν επίσης μέλη της Κρατικής Ορχήστρας Νέων Κύπρου από την ίδρυσή της, τη δεκαετία του 1980. Πάνω απ΄όλα, ο Πάνος Παναγή δημιούργησε μια κουλτούρα εραστών της κλασικής μουσικής.
Το ΙΣΟΚ εξέδωσε ανακοίνωση μεταφέροντας τα ειλικρινή συλλυπητήρια σύσσωμου του προσωπικού του Ιδρύματος στον γιο του Άλεξ Παναγή και όλη την οικογένειά του.
«Με πολλή αγάπη τον θυμόμαστε να προσέρχεται ανελλειπώς στις συναυλίες των δύο ορχηστρών, πάντα με το γλυκό του χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπο. Αιωνία του η μνήμη!» αναφέρεται. «Οι μαθητές του συμπεριλαμβάνουν πολλούς από τους σημερινούς μας μουσικούς. Κάποιοι είναι σήμερα μαζί μας και τους ευχαριστούμε» συμπληρώνει η ανακοίνωση. «Ευχόμαστε να φανούμε αντάξιοι του μεγάλου του μουσικού έργου, που άφησε ως παρακαταθήκη σε όλους εμάς».
Κηδεύεται από τον Ναό Αγίου Δημητρίου στην Ακρόπολη, την Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου στις 3μ.μ.
Ο Πάνος Παναγή γεννήθηκε στην Αφάνεια στις 20 Σεπτεμβρίου 1926. Στα 11 του χρόνια ξεκίνησε σπουδές στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και μετέπειτα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο απ’ όπου αποφοίτησε. Στη συνέχεια σπούδασε στο teachers’ training college στη Μόρφου.
Εργάστηκε για πέντε χρόνια ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο Στροβόλου και παράλληλα έπαιζε βιολί στον Μουσικό Σύλλογο Μότσαρτ που είχε ιδρύσει ο Σόλων Μιχαηλίδης. Κατόπιν πήρε υποτροφία για σπουδές στο Λονδίνο με έμφαση στη μουσική εκπαίδευση και διεύθυνση ορχήστρας, όπου έμαθε να παίζει όλα τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας.
Στις τελικές του εξετάσεις γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγο του, Κλαίρη, την οποία του είχαν προτείνει να τον συνοδεύσει στο πιάνο. Παντρεύτηκαν το 1957 και μετακόμισαν στην Κύπρο την ίδια χρονιά, όπου και αμέσως διορίστηκε καθηγητής μουσικής στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας.
Δημιούργησε αρχικά την υψηλού επιπέδου χορωδία και στη συνέχεια, με πολλές θυσίες και κόπους, δημιούργησε το διάσημο πρόγραμμα μουσικών υποτροφιών της Αγγλικής Σχολής, όπου δίδασκε σε ταλαντούχα παιδιά τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας, δανεικά από την τότε βρετανική διακυβέρνηση της Κύπρου.
Στις 24 Ιουνίου 1970, την ίδια μέρα που γεννήθηκε ο μικρός του γιος Άλεξ, οι προσπάθειές του καρποφόρησαν και διεύθυνε την παρθενική συναυλία της πρώτης ολοκληρωμένης Συμφωνικής Ορχήστρας της Κύπρου, πάντοτε κάτω από τη στέγη της Αγγλικής Σχολής.
Μετά την αφυπηρέτησή του το 1987, εξασκήθηκε με ζήλο στο κοντραμπάσο κι έγινε ιδρυτικό στέλεχος της Κρατικής ορχήστρας Κύπρου, προάγγελου της σημερινής Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου.
Το πάθος του για τη μουσική δεν σταμάτησε ποτέ, γι’ αυτό και συνέχισε να διδάσκει μέσα από ιδιαίτερα μαθήματα, όπως και συνέχισε να παίζει κοντραμπάσο στη Συμφωνική Ορχήστρα Λευκωσίας μέχρι τα 94 του.
Χαρακτηριστικό του ήταν το μόνιμο του χαμόγελο και η αίσθηση του χιούμορ.
Και τα τρία του παιδιά, ο Νικόλας, η Βικτώρια και ο Άλεξ κληρονόμησαν την αγάπη του για τη μουσική, τις τέχνες και την παιδαγωγία.