Κάθε φορά που το Κυπριακό και οι διεργασίες που το αφορούν βρίσκονται στο προσκήνιο, οι οπαδοί της αποτυχημένης πολιτικής των τελευταίων χρόνων επιδίδονται στη συνήθη τακτική τους, να διχάζουν τον λαό ανάμεσα σε «αυτούς που θέλουν λύση» και σε «αυτούς που -τάχατες– δεν θέλουν». Μετά που κατατάσσουν τους εαυτούς τους στην πρώτη κατηγορία, κατατάσσουν στη δεύτερη όσους και όσες διαφωνούμε με την αποτυχημένη πολιτική τους.
Εξ αφορμής λοιπόν αυτής της διχαστικής πρακτικής, που πλέον εφαρμόζεται ακόμα και με εντελώς άσχετες με το Κυπριακό αφορμές, είμαι υποχρεωμένος να θυμίζω στους αμήχανους οπαδούς της αποτυχημένης πολιτικής ότι λύση θέλουν όλοι οι Ελληνοκύπριοι.  
Επιπρόσθετα, οφείλω να θυμίζω σε αυτούς που διχάζουν τον λαό ότι τα 26 από τα 31 τελευταία χρόνια είναι οι δικοί τους πολιτικοί μέντορες που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται το Κυπριακό. Και, επομένως, είναι οι δικοί τους πολιτικοί μέντορες που δεν κατάφεραν να πετύχουν μια σωστή και λειτουργική λύση. Με τον όρο «δικοί τους πολιτικοί μέντορες» περιγράφονται ασφαλώς οι Γιώργος Βασιλείου (Πρόεδρος από το 1988 έως το 1993), Γλαύκος Κληρίδης (Πρόεδρος από το 1993 έως το 2003), Δημήτρης Χριστόφιας (Πρόεδρος από το 2008 έως το 2013) και Νίκος Αναστασιάδης (Πρόεδρος από το 2013). 
Η ιστορική πραγματικότητα επομένως είναι πολύ συγκεκριμένη: Τα 26 από τα τελευταία 31 χρόνια, διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται το Κυπριακό οι πολιτικοί οι οποίοι, σύμφωνα πάντα με τη διχαστική κατάταξη που κάνουν οι ίδιοι οι οπαδοί τους, «ήθελαν και θέλουν λύση». Γιατί άραγε δεν κατάφεραν να λύσουν το Κυπριακό; Θα τους άρεσε, εφόσον μέσα σε 26 ολόκληρα χρόνια δεν κατάφεραν να το λύσουν, να τους κατηγορεί κάποιος ότι «δεν θέλουν λύση»;
Σπεύδω να διευκρινίσω και να τονίσω ότι αναφέρομαι ειδικά στα τελευταία 31 χρόνια και όχι στα 45 χρόνια ύπαρξης του Κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής, για δύο πολύ συγκεκριμένους και αδιαμφισβήτητους λόγους:
1Τα τελευταία 31 χρόνια είναι τα χρόνια μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την τότε Σοβιετική Ένωση. Είναι δηλαδή τα χρόνια που ο σύγχρονος κόσμος διαμορφώθηκε γεωπολιτικά και οικονομικά με εντελώς διαφορετικό τρόπο, σε σύγκριση με τις προηγούμενες πέντε δεκαετίες που είχαν ακολουθήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
2Τα τελευταία 31 χρόνια είναι τα χρόνια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (ως αποτέλεσμα του τέλους του Ψυχρού Πολέμου), είναι τα χρόνια της σημαντικής διεύρυνσης και ισχυροποίησης της Ευρωπαικής Ένωσης, είναι τα χρόνια της καθιέρωσης και ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών και του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, είναι τα χρόνια οικοδόμησης των σύγχρονων, δηλαδή, πυλώνων, στους οποίους μετέχει και η Κυπριακή Δημοκρατία, αντλώντας πρόσθετο κύρος και πρόσθετη διαπραγματευτική ισχύ.
Είναι επομένως άδικο και ανιστόρητο να επικρίνεται ο Εθνάρχης Μακάριος (Πρόεδρος μέχρι το 1977) ή ο Σπύρος Κυπριανού (Πρόεδρος από το 1977 έως το 1988), που δεν πέτυχαν λύση του Κυπριακού τα πρώτα 14 χρόνια μετά από την τουρκική εισβολή, σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο και υπό εντελώς διαφορετικές και πιο αντίξοες συνθήκες ∙ ειδικά, μάλιστα, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτοί οι δύο Πρόεδροι πέτυχαν τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου 1977 και 1979, αντιστοίχως, με τον Ραούφ Ντενκτάς, τις οποίες όλοι χαιρετίζουν.  
Τα 26 από αυτά τα τελευταία 31 χρόνια λοιπόν, μάς κυβερνούν αυτοί που, κατά τη διχαστική κατάταξη που κάνουν οι οπαδοί της αποτυχημένης πολιτικής, «ήθελαν και θέλουν λύση». Και όμως, λύση δεν επιτεύχθηκε. Αντί, λοιπόν, οι εν λόγω οπαδοί να εργάζονται εποικοδομητικά για τη λύση που όλοι θέλουμε, προτιμούν να διχάζουν τον λαό και –για να μην ξεχνιόμαστε– επιμένουν να επιτίθενται μονίμως στον Τάσσο Παπαδόπουλο, τον Πρόεδρο που διαχειρίστηκε το Κυπριακό για μόλις 5 από αυτά τα τελευταία 31 χρόνια. Ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, διέσωσε την Κυπριακή Δημοκρατία από τη διάλυση που προέβλεπε το απότοκο της δικής τους αποτυχημένης πολιτικής, δηλαδή από το Σχέδιο Ανάν το 2004, διασφάλισε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την ίδια χρονιά, πέτυχε τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006, την οποία όλοι χαιρετίζουν, και κατάφερε να εντάξει τη χώρα μας στην Ευρωζώνη, το 2008.