Η επίμαχη γελοιογραφία της Εφημερίδας των Συντακτών (Εφ. Συν.) στην Ελλάδα, με την επέτειο του δημοψηφίσματος του 2015, υπόκειται σε κριτική, όπως καθετί που γράφεται και λέγεται. Σε καμία περίπτωση όμως δεν απαλλάσσεται από αυτήν, παρόλο που υποστηρίζεται από μερικούς ότι η σάτιρα υπάρχει σε «άλλο καθεστώς», προστατευμένο. Νομίζω όχι. Το καθεστώς της ελευθερίας της έκφρασης ισχύει μέχρι εκεί που παραβιάζεται ο νόμος των πολιτών. Για κάθε της δραστηριότητα.

Υπάρχει αυτό στη γελοιογραφία της Εφ. Συν. που δείχνει όσους ψήφισαν «Ναι» στο δημοψήφισμα πριν τέσσερα χρόνια να βρίσκονται στο 38% της κατεχόμενης Κύπρου. Αυτής δηλαδή που η εμπνευσμένη επικοινωνιακή ιδέα του Νίκου Δήμου έφτιαξε την ιστορική μισο-ματωμένη σημαία της νήσου με το σύνθημα «Δεν Ξεχνώ». Τη βλέπετε εδώ.

Το 38% είναι περίπου το ποσοστό της γης που κατέλαβαν και κατέχουν ακόμα τα τουρκικά στρατεύματα της επιχείρησης Αττίλας, όπως ήταν η κωδική ονομασία της. Το υπόλοιπο κομμάτι, το ελεύθερο, ο γελοιογράφος της εφημερίδας το απονέμει στο 62% που εκπροσωπεί περίπου εκείνους τους ψήφισαν «Όχι» την 5η Ιουλίου 2015. 

Η άποψή μου για αυτή τη γελοιογραφία είναι η χειρότερη. Τη θεωρώ ρηχή, υβριστική, φανατισμένη, κακόγουστη, απρεπή. Με προσβάλλει. Και ως Έλληνα της Κύπρου, με βαθιές ρίζες μάλιστα. Και ως Έλληνα της Ευρώπης, και όπου γης, και ως πολίτη με κοινή λογική. 

Προσβάλλει όμως όλους εκείνους που έχουν ταυτίσει τη ματωμένη στη μέση Κύπρο με πράγματα πολύ πιο σοβαρά από το δημοψήφισμα του Τσίπρα, το οποίο δεν κατάλαβε κανείς τι ερωτούσε (ή μάλλον ο καθείς κατάλαβε ό,τι ήθελε), και εν πάση περιπτώσει, αν και δικαιώθηκε στην κάλπη, ξεφτιλίστηκε λίγες μέρες μετά στην πράξη. 

Το μόνο σωστό στη γελοιογραφία της Εφ. Συν. είναι η επανάληψη του συνθήματος του Νίκου Δήμου. Πραγματικά, κανείς δεν ξεχνά εκείνο το δημοψήφισμα: οι απογοητευμένοι από αυτό, οι ανακουφισμένοι που ο εμπνευστής του έκανε μεγαλειώδη τούμπα και πούλησε τους ίδιούς του τους υποστηρικτές, που ακόμα γλεντούσαν τον θρίαμβο  «της αξιοπρέπειας» με τσάμικα και καλαματιανούς στο Σύνταγμα. 

 

Στην Κύπρο όμως, λίγοι και λίγο ενδιαφέρονται για τις δικές μας κωλοτούμπες. Οι άνθρωποι εκεί ζουν καθημερινά με την εικόνα του ματωμένου βορρά απέναντί τους, δίπλα τους, εκεί που βρίσκονται ο Αττίλας, οι έποικοι, οι εγκλωβισμένοι μας, οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι.

Και σίγουρα δεν βρισκόμαστε εκεί, στο επάνω, κατεχόμενο κομμάτι του χάρτη της, όσοι από εμάς, έστω το 38%, απαντήσαμε «Ναι» στη σκοπίμως περίπλοκη και παραπλανητική ερώτηση του Τσίπρα, απλά και μόνο για να του πούμε ότι αν θέλεις εσύ να προσαρτήσεις την Ελλάδα στη Βενεζουέλα, στη Ρωσία ή σε όποια άλλη ψευδαίσθησή σου λαχταράς, εμείς θέλουμε να μείνουμε στην Ευρώπη. Μαζί με μια Κύπρο ειρηνική και ενωμένη. 

Η ατυχής αυτή γελοιογραφία έγινε viral στην Ελλάδα και προκάλεσε εξαιρετικά αρνητικά σχόλια. Δεν αποκλείεται να επηρέασε και αυτή εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ (τον οποίο υποστηρίζει ένθερμα η εν λόγω  εφημερίδα) το εκλογικό αποτέλεσμα, το οποίο δεν γνωρίζω αυτή τη στιγμή που γράφω τη στήλη. 

Ήταν το θλιβερό υστερόγραφο στο μακρύ και επώδυνο «Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας», του Σελίν.

(*)Το «Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας» εκδόθηκε το 1932, προκαλώντας από την πρώτη στιγμή ατμόσφαιρα μυστηρίου και αντιπαραθέσεων. Ο συγγραφέας, που αυτοπαρουσιαζόταν ως Σελίν, ήταν άγνωστος. Το λεξιλόγιο ήταν ένα παράδοξο μείγμα νεολογισμών, ιατρικών όρων και αργκό, συχνά ιδιαίτερα τραχύ. Ο τόνος ταίριαζε στους εργάτες, τους ταξιτζήδες, τα αποβράσματα. Κι όμως, τι παράδοξο! Η μεγαλοφυής οικονομία της ιδιότυπης γλώσσας, η σπάνια ποίηση που λάνθανε στο «λαϊκό», βάναυσο ιδίωμα, το στακάτο της στίξης -όχημα ενός ασφυκτικού αισθήματος του επείγοντος- η ελευθερία και η ωμότητα του ύφους συνέθεταν ένα αριστούργημα (Κατερίνα Σχινά, Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 9/11/2007).