«Κοινωνίες σε κρίση, άνθρωποι σε απόγνωση, εξουσία σε παραλήρημα, δομές και θεσμοί σε αμφισβήτηση, αξίες και αρχές σε ελευθέρα πτώση, αφηγήματα πολιτικών υποτιμούν την κοινή νοημοσύνη, ρητορική που κατευθύνει, ατάκες και επικοινωνιακά παίγνια κυριαρχούν στην καθημερινότητά μας». Αυτά αναφέρονται,  μεταξύ άλλων, στην εισαγωγή του βιβλίου του Γιαννάκη Γεωργιάδη, «Ο Καθρέφτης μας- Εξουσία και Πολίτες» των εκδόσεων Αρμός. 
 
Ο συγγραφέας, καλός γνώστης των δομών του κράτους αλλά και της λειτουργίας του, όπως και του πολιτικού συστήματος, επιχειρεί μια βαθιά ανάλυση διαφόρων φαινομένων, ευρύτερα ευρωπαϊκών αλλά πρωτίστως κυπριακών, που «καταδιώκουν» τους πολίτες, επηρεάζουν την καθημερινότητά τους τη ζωή τους εν γένει. Αναλύει και αναδεικνύει παράλληλα και τις συμπεριφορές των πολιτών. 
 
Εάν το βιβλίο αυτό έχει ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι,  πέραν από την ανάδειξη των φαινομένων και ανεξαρτήτως εάν κανείς διαφωνεί ή συμφωνεί με τις διαπιστώσεις, υπάρχουν και ιδέες και προτάσεις, που αφορούν διεξόδους. 
 
Ο συγγραφέας εκτιμά πως οι στρεβλώσεις και οι παθογένειες  «καταπονούν και ανατροφοδοτούν  το αδιάφανο πολιτικοοικονομικό δρώμενο, αυξάνοντας την δυσπιστία, μειώνοντας την εμπιστοσύνη του ανήκειν, περιθωριοποιώντας κοινωνικές ομάδες και άτομα. Η μόνιμη και διαρκής συναλλαγή της πολιτικής με την οικονομική εξουσία, της πολιτικής εξουσίας με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και γενικά κάθε εξουσιαστική συναλλαγή αναδεικνύεται σε φαινόμενο κανονικότητας και γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής ζωής και της κοινωνικοπολιτικής συμπεριφοράς».  Κοντολογίς, η αποστασιοποίηση των πολιτών οφείλεται στη στάση των διαχειριστών του συστήματος.
 
Είναι, όμως, σαφές πως με αυτή τη διαπίστωση δεν τελειώνουν όλα. Μπορεί κανείς να κατονομάσει εκείνον που φέρει την ευθύνη και να ξοφλήσει, να βυθιστεί περισσότερο στον καναπέ του. 
 
Ο Γιαννάκης Γεωργιάδης  σημειώνει πως το «φταίει το σύστημα» αποτελεί την πιο εύσχημη παραλλαγή του  ‘’δεν φταίω εγώ΄’’. Πρόκειται, υποδεικνύει, για μια αξιακή αρχή αποπροσωποποίησης της ευθύνης όπου έχουμε άμεση απαλλαγή μας από την ευθύνη και τη μεταφορά μας στο σύστημα. Αυτό δικαιολογεί και το γιατί φταίει μόνο το σύστημα.
 
Επ΄ αυτού ο συγγραφέας σημειώνει πως  αυτή η προσέγγιση φουντώνει την απαξίωση, κλονίζει την εμπιστοσύνη  του πολίτη και δημιουργεί μεγαλύτερη εξάρτηση και λειτουργίες του συστήματος ( σελ 20 «για τη Δημοκρατία»). 
 
Τι μπορεί να γίνει και τι σημαίνει μια αλλαγή πλεύσης; 
 
Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως η ανατροπή αυτής της κατάστασης αποτελεί προϋπόθεση για μια ουσιαστική εμβάθυνση και ανάπτυξη της δημοκρατικής λειτουργίας της κοινωνίας μας. Η απάντηση στη βαθιά αξιακή κρίση προϋποθέτει όμως μια πλήρη, διακριτή και ξεκάθαρη αλλαγή νοοτροπίας, προσέγγισης και τρόπου σκέψης και λειτουργίας. Δεν μπορεί να υπηρετηθεί η αλλαγή με τις ίδιες δομές και ρόλους, το ίδιο στελεχιακό δυναμικό και τους ίδιους φορείς της εξουσίας που εδραίωσαν την απαξίωση και εξανέμισαν την εμπιστοσύνη. 
 
Απαιτείται, συνεπώς, βαθιά και ριζική αναμόρφωση της σκέψης, των σχεδιασμών, της υλοποίησης των επιλογών, που θα επενεργούν ως τεκμήρια προαγωγής της αξίας, του δημόσιου συμφέροντος, της εξυπηρέτησης των πολλών και όχι των λίγων. Απαιτούνται πειστικά επιχειρήματα, ακλόνητες αποδείξεις και καθημερινή και διαρκής πράξη που να βεβαιώνει την αλλαγή κουλτούρας δημοκρατίας και της άσκησης της (σελ. 21).
 
Στο κεφάλαιο «Κοινοτοπία και Κανονικότητα», ο συγγραφέας αναφέρεται στην οικονομική κρίση και στο γεγονός ότι το κεφάλαιο αξιοποίησε το γεγονός, τη συγκυρία, για να ενισχυθεί το ίδιο.  Υποδεικνύει χαρακτηριστικά πως το μέγεθος της κρίσης στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντιμετωπίζεται με λογική «ασπιρίνης».
 
Η πολιτική παθητικότητα και η αδράνεια, σε συνδυασμό με το επικοινωνιακό σκηνικό που αναπτύσσεται, είναι προάγγελοι ακόμη πιο δύσκολων συνθηκών, αναφέρει και προσθέτει πως «η έλλειψη θέλησης να δούμε εκ θεμελίων τις κοινωνίες μας, τις δομές τους, το σύστημα που κατέρρευσε και την ανάγκη να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των ανθρώπων, αποτελούν θεμελιακά συστατικά της κρίσης». Επί τούτου και σε σχέση με τη διαχείριση και τους διαχειριστές υποδεικνύει πως «κυβερνώ» όταν προπορεύομαι της κοινής γνώμης και χαράζω πορεία. Κι αυτό είναι απάντηση στους πολιτικούς διαχειριστές που ακολουθούν το ρεύμα και όταν ακόμη αυτό κατευθύνεται λανθασμένα. Στο σημείο αυτό μπορεί να ανοίξει ένα άλλο κεφάλαιο που αφορά την κακή διάσταση του λαϊκισμού.  
 
Ο Γ. Γεωργιάδης υποστηρίζει πως «οι κοινωνίες σε κατάσταση απόγνωσης εξωθούν μια μεγάλη μερίδα των πολιτών στο περιθώριο, στην παθητική αποστασιοποίηση. Άλλοι επιλέγουν ακραίους σχηματισμούς με κύρια χαρακτηριστικά την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Πολλοί τέτοιοι σχηματισμοί έχουν εξωραϊστεί στα μάτια των ψηφοφόρων και η πολιτική συνεργασία μαζί τους ή και η συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τυγχάνουν πλέον μεγάλης ανοχής. Λιγότεροι, παραμένουν ακόλουθοι των πολιτικών σχηματισμών, είτε δραστηριοποιούμενοι σε αυτούς. Όσο το φαινόμενο μεγαλώνει, τόσο η κρίση βαθαίνει περισσότερο, με ένα φαύλο κύκλο επιπτώσεων που καταρρακώνουν τις ηθικές αξίες και την αξιοπρέπεια των πολιτών και καταστέλλουν κάθε ελπίδα και προοπτική διεξόδου. Από αυτό το φαύλο κύκλο πρέπει να ξεφεύγει. Στηρίζοντας τον εαυτό του, οφείλει να στηρίξει την κοινωνία και το σύνολο. (Σελ. 30).
 
Ο συγγραφέας, βαθιά ευρωπαϊστής, όχι όμως δογματικός, θέτει με ρητορικό τρόπο τα ερωτήματα:
  • Μπορούμε να σκεφτούμε ευρωπαϊκά; 
  • Ποια Ευρώπη θέλουμε;  
Οι απαντήσεις δίνονται αλλά συνδέονται και με το κεφάλαιο «Υπάρχει επιλογή για την Ε.Ε.», στο οποίο περιγράφει μεν τις αδυναμίες και τις στρεβλώσεις της Ε.Ε. αλλά και προβλήματα που αντιμετωπίζει, όπως είναι το μεταναστευτικό ρεύμα. Αναφέρει πως η Ε.Ε. μοιάζει ανάπηρη πολιτικά, όλες της οι αρχές και οι αξίες καταρρέουν και μαζί τους και οι πολιτικές που κτίστηκαν τα τελευταία χρόνια, όπως αυτή του Σένγκεν. Ενισχύονται ακραίες φωνές και ξενοφοβικά σύνδρομα και τα ρατσιστικά μοτίβα. 
 
Ο κόσμος άλλαξε και η Ε.Ε., ξεπερασμένη και απροετοίμαστη, φθάρηκε και στέρεψε ουσιαστικά από τα χαρακτηριστικά της πλεονεκτήματα. Παραμένει, όμως, η μόνη και αποκλειστική επιλογή που αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να την οικοδομήσουμε. Χρειάζεται επανανοηματοδότηση και ανανέωση, πιο έξυπνη και αποτελεσματική λειτουργία, επαναπροσδιορισμό και σύνθεση στόχων και επιδιώξεων.
 
Το συμπέρασμα αβίαστο και πειστικό: Πρέπει να αλλάξει η Ε.Ε. 
 
Καυτηριάζει ο συγγραφέας την κυρίαρχη ιδεολογία στην Ε.Ε., τη νεοφιλελεύθερη και τις πρακτικές της, τη λιτότητα, που αναδεικνύεται σε «απαραβίαστο δόγμα». Στην πραγματικότητα, όμως, σύμφωνα με τον συγγραφέα, καμία παρατεταμένη περίοδος λιτότητας δεν έφερε ούτε την «άνοιξη», ούτε- κυρίως- την ανάπτυξη. Αντίθετα, μεγιστοποίησε τη φτώχεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό και εκτόξευσε την ανεργία στα ύψη. Οδήγησε τη μεσαία τάξη σε συρρίκνωση και πέτυχε ακόμη περισσότερο πλούτο για τους πιο πλούσιους. 
 
Ο συγγραφέας κάνει λόγο για ήττα του φιλελευθερισμού με την κρίση του 2008, προσθέτοντας πως είναι του μεγέθους εκείνης που έφερε την πτώση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.
Γι’ αυτό και ο Γ.Γ. αναφέρει με εκτενείς αναφορές στην ανάγκη να αλλάξει η Ε.Ε. προτάσσοντας εν πολλοίς την κοινωνική διάσταση, με ευαισθησία με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και ανάδειξης της Ένωσης σε ισχυρή παγκόσμια δύναμη.
 
Στο κεφάλαιο «η άλλη σκοπιά των πραγμάτων», ο συγγραφέας θέτει τα ζητήματα που αφορούν μια εναλλακτική πορεία. Σε σχέση με την Κύπρο, σημειώνει πως «το σκηνικό είναι μοναδικό». 
 
Ο Γ. Γεωργιάδης αναφέρεται σε τομείς που μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και να διαπρέψει η χώρα. Τομείς που δεν έγιναν τα αναμενόμενα. Η ανάπτυξη, αναφέρει, δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτόματα. Χρειάζεται όραμα και σχεδιασμό και έξυπνους τρόπους εφαρμογής αλλά και ταχύτητα στην υλοποίηση. Αναφέρεται στον τουρισμό, που για δεκαετίες το μοντέλο παραμένει το ίδιο και τα πάντα κινούνται γύρω από τον «μαγικό αριθμό» των αφίξεων. Αναδεικνύει το θέμα της μεταρρύθμισης στη δημόσια υπηρεσία.
 
Από αυτό το κεφάλαιο επιλέγω μια αναφορά του, σύμφωνα με την οποία «χρειαζόμαστε επειγόντως μεταρρύθμιση μυαλών». Αυτό είναι το μείζον και το βασικότερο στοιχείο για να μπορέσουν να γίνουν ανατροπές.
 
Στον επίλογο, ο συγγραφέας τονίζει πως: 
 
«Για όσα παρακολουθούμε να διαδραματίζονται για την κατάσταση στον άλφα ή στον βήτα παραγωγικό τομέα, για την πρόοδο μιας οικονομικής δραστηριότητας, για την πτώχευση της χώρας, για την κατάρρευση του Συνεργατισμού και για κάθε τι που βιώνουμε, υπάρχει εξήγηση. Ούτε η μοίρα μας φταίει, ούτε η κακή μας τύχη. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Τίποτε δεν είναι στιγμιαίο. Και όσους τρίτους και να θελήσουμε να χρεώσουμε την ευθύνη για μια δεδομένη κατάσταση, η πραγματικότητα είναι ότι άδικα και χωρίς καμία βάσιμη λογική αναζητούμε να μεταφέρουμε τις δικές μας ευθύνες σε άλλους».