Ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις λαμβάνει η μάστιγα του bullying στον τόπο μας. Η πρόσφατη τραγωδία με τον 16χρονο και τα όσα αποκαλύπτονται για το τι προϋπήρχε, συνιστούν κορύφωση του προβλήματος στον τόπο μας, προειδοποιούν οι ειδικοί που ζητούν από όλους να σταματήσει η πρακτική της παράκαμψης του προβλήματος ή της αποσιώπησής του. Μιλώντας στον «Φ» η Δωρίτα Μαρκαντώνη, εκπαιδευτικός και εισηγήτρια σε θέματα εκφοβισμού, τονίζει ότι τα κρούσματα σχολικού εκφοβισμού, σε γυμνάσια και λύκεια του τόπου, συνεχώς αυξάνονται.
 
«Είναι γεγονός ότι ο εκφοβισμός αρχίζει από πολύ νωρίς, ωστόσο κορυφώνεται κατά την εφηβεία, όταν δηλαδή τα παιδιά βρίσκονται στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο», επισημαίνει. «Εκεί, λόγω της όλης ψυχοσύνθεσής τους και των ποικίλων αλλαγών, σωματικών και ψυχολογικών, που τους συμβαίνουν, δεν τους είναι καθόλου εύκολο να τα διαχειριστούν όλα αυτά. 
Στην ιδιαίτερα δύσκολη και ξεχωριστή περίοδο της εφηβείας, τα «φίλτρα» των εφήβων, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις διάφορες καταστάσεις, είναι πολύ διαφορετικός σε σχέση με τα ενήλικα άτομα.
 
 
Οι καθημερινές δυσκολίες στο μυαλό τους φαντάζουν ακόμη μεγαλύτερες, ενώ το κύριο ζητούμενό τους είναι η αποδοχή από την ομάδα των συνομήλικών τους. Εδώ ακριβώς δημιουργούνται και πολλά θέματα, αρκετά εκ των οποίων συνιστούν κι εκφοβισμό, αφού σε πολλές περιπτώσεις οι θύτες, προκειμένου να επιβάλουν την εξουσία τους, θυματοποιούν άλλα παιδιά». 
Τα περιστατικά αυτά δεν αποτελούν, ωστόσο, μόνο κυπριακό φαινόμενο, αναφέρει η κ. Μαρκαντώνη, αφού ο εκφοβισμός αποτελεί πια ένα μείζον κοινωνικό θέμα ανά το παγκόσμιο.
 
 
«Αυτό μπορεί πολύ εύκολα να διαφανεί μέσα από τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν», αναφέρει. «Παγκόσμιες έρευνες αποδίδουν ένα ποσοστό της τάξεως του 15%-20% (Smith, 1995) των παιδιών να έχουν βιώσει εκφοβισμό στα σχολεία, ενώ στην Κύπρο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της επιδημιολογικής έρευνας που έγινε στα πλαίσια του ευρωπαϊκού προγράμματος ‘’Δάφνη II’’, τα ποσοστά κυμαίνονται περίπου στο 17%. Επομένως, εμπίπτουμε μέσα στα παγκόσμια δεδομένα. 
 
Η αλήθεια όμως είναι ότι τα πραγματικά ποσοστά, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό, είναι λίγο πιο πάνω από αυτά που σημειώνουν οι έρευνες. Το θέμα του εκφοβισμού εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα θέματα – ταμπού, για τα οποία δύσκολα θα μιλήσει κάποιος. Οι πεποιθήσεις, οι προκαταλήψεις και η αγωνιώδης προσπάθεια να μην παραδεχόμαστε αρκετές φορές άσχημες αλήθειες μας, ρίχνουν τα ποσοστά λίγο πιο κάτω από την πραγματικότητα». 
 
Το γιατί τα παιδιά δεν ανοίγονται στους μεγαλύτερους και δεν μιλάνε για όλη αυτή την κατάσταση από την οποία περνούν, τονίζει, είναι ένα τεράστιο θέμα με πολλές παραμέτρους και πολυσχιδή αιτιολογία. Ο διαχωρισμός γίνεται ανάμεσα στα θύματα τα οποία έχουν πολύ καλές σχέσεις κι επικοινωνία με τους γονείς τους και στα θύματα που δεν το έχουν αυτό, εξηγεί:
«Η δεύτερη περίπτωση είναι και η πιο προφανής σε αιτιολογία. Σε δυσλειτουργικές οικογένειες, όπου τα επίπεδα επικοινωνίας και κατά συνέπεια η σύνδεση ανάμεσα στα μέλη είναι χαμηλή, τότε είναι ένα λογικό απότοκο το γεγονός ότι το παιδί ή ο έφηβος δεν θα ανοιχτεί για να μιλήσει. 
 
 
Έχει όμως παρατηρηθεί ότι και τα παιδιά-θύματα που έχουν μια όμορφη και αρμονική σχέση με τους γονείς τους, η οποία χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη, αγάπη και στοργή, συνήθως δεν μιλάνε στους γονείς τους για τη θυματοποίησή τους. Αυτό οφείλεται στο ότι φοβούνται μήπως η κατάσταση χειροτερέψει, αλλά και στο ότι υπάρχει η πιθανότητα να νιώθουν ενοχές. Ο θύτης, δηλαδή, πολύ περίτεχνα τους έχει περάσει το μήνυμα ότι η συμπεριφορά του απέναντί τους είναι δικαιολογημένη κι ότι τα θύματα το έχουν προκαλέσει. Αυτό λειτουργεί ανασταλτικά ως προς το να ανοιχτεί ένας έφηβος και να μιλήσει για το bullying που υφίσταται. 
 
Επιπροσθέτως, πολλά θύματα που έχουν πολύ καλές σχέσεις με τους γονείς τους, έχει παρατηρηθεί ότι συνειδητά επιλέγουν να μην μιλήσουν, για να μην χαλάσουν την ωραία εικόνα που έχουν για αυτά οι γονείς τους. Έτσι, προκειμένου να μην «απογοητεύσουν» τους γονείς τους, υποφέρουν και υπομένουν σιωπηλά μια πολύ άσχημη καθημερινότητα». 
 
Σωστή παιδεία στο σχολείο και το σπίτι 
 
Είναι επιτακτική η ανάγκη για σωστή παιδεία και καλλιέργεια τόσο από το σπίτι, όσο και από το σχολείο, τονίζει ιδιαίτερα η Δωρίτα Μαρκαντώνη. Χρειάζεται να γίνει στάση ζωής στα παιδιά που είναι θύματα το να μιλούν, να μην ντρέπονται για αυτό που αντιμετωπίζουν και να μιλούν στους μεγαλύτερούς τους ή σε κάποιον που εμπιστεύονται. Ακόμη πιο επιτακτική προβάλλει και η ανάγκη για καλλιέργεια κουλτούρας ενεργού πολίτη στους παρατηρητές, αναφέρει. 
 
 
«Οφείλουμε ως γονείς, ως σχολείο και ως κοινωνία να μεγαλώνουμε παιδιά τα οποία δεν θα μένουν απαθή μπροστά σε τέτοια φαινόμενα», επισημαίνει. «Η πλειοψηφία των θεατών, είτε από φόβο μήπως βρεθούν στη θέση των θυμάτων, είτε από την έμφυτη ανάγκη τους για αποδοχή, δεν σπεύδουν προς βοήθεια των θυμάτων. 
 
Χρειάζεται να αναθρέψουμε ενεργούς πολίτες, οι οποίοι θα αναλαμβάνουν την ευθύνη και θα αποδυναμώνουν με τη στάση τους τον θύτη. Εδώ χρειάζεται να σημειωθεί ότι «αποδυναμώνω τον θύτη», δεν σημαίνει ότι τον κτυπώ, ή ότι του συμπεριφέρομαι με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν συγκεκριμένες τεχνικές και μέθοδοι, τις οποίες μπορούμε να διδάξουμε τα παιδιά μας, ούτως ώστε χωρίς να κινδυνέψουν τα ίδια, να μπορούν να προστατέψουν το θύμα.
 
 
Μια καλή τεχνική είναι, για παράδειγμα, το να σπεύδει ένα παιδί την ώρα που συμβαίνει το περιστατικό και να αναφέρει στο παιδί-θύμα ότι ο δάσκαλος τον/την έψαχνε. Έτσι, πολύ γρήγορα, το παιδί παίρνει το θύμα και το απομακρύνει από τη σκηνή. Στη συνέχεια φυσικά, θα πρέπει να γίνει κι ενημέρωση του εκπαιδευτικού. Χρειάζεται συμπερασματικά να μεγαλώνουμε παιδιά τα οποία θα μιλούν για αυτό το φαινόμενο και δεν θα το κρύβουν». 
 
Οι ευθύνες των γονιών των θυτών
 
Είναι απαραίτητο, όταν γίνεται ενημέρωση των γονέων των θυτών, να αναλάβουν κι αυτοί την ευθύνη που τους αναλογεί, να οριοθετήσουν τα παιδιά τους, αλλά ταυτόχρονα να σταθούν δίπλα τους και να τα ακούσουν με προσοχή, γιατί πίσω από αυτή τους τη συμπεριφορά υπάρχει μια ανάγκη και μια έλλειψη την οποία χρειάζεται να καλύψουν. Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι χρειάζεται να δράσουμε και στα παιδιά – θύτες, ούτως ώστε να σταματήσει αυτή τους η ανάγκη για επιβολή, να αποκτήσουν ενσυναίσθηση και να νιώθουν ότι αποτελούν και αυτά μέρος του συνόλου.
 
Μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιείται σε ολιστικές προσεγγίσεις για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του εκφοβισμού, είναι η αύξηση της μαθησιακής επίδοσης. Έχει αποδειχθεί ότι η όποια σχολική επιτυχία κι ένταξη στο σύνολο, ενισχύει την αυτοπεποίθηση των παιδιών. Αν λοιπόν ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση θύτη και θύματος είτε μέσω της μαθησιακής διαδικασίας, είτε μέσω μιας δημιουργικής απασχόλησης, είτε μέσω του αθλητισμού, τότε ούτε ο θύτης θα νιώθει την ανάγκη να θυματοποιήσει για να επιβληθεί, αλλά ούτε και το θύμα θα δίνει με τη στάση του «την ευκαιρία» στον θύτη να το θυματοποιήσει.
 
Καθοριστικός, συνεχίζει η κ. Μαρκαντώνη, είναι και ο ρόλος της οικογένειας του θύτη, η οποία πρέπει να εγκύψει στο παιδί της και να το βοηθήσει ουσιαστικά. Σε περίπτωση που η οικογένεια αδυνατεί να το πράξει, επεσήμανε, καλό θα ήταν τα παιδιά αυτά να επισκεφθούν κάποιο ψυχολόγο, ο οποίος θα τα βοηθήσει να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους και να γεμίσουν τα όποια συναισθηματικά κενά πιθανόν να έχουν και ταυτόχρονα θα δώσει και τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές προς τους γονείς. Είναι καιρός να ασχοληθούμε πολύ σοβαρά ως κοινωνία με το φαινόμενο αυτό, αν δεν θέλουμε να πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, μολύνοντας ουσιαστικά τις ζωές περισσότερων σημερινών παιδιών κι εφήβων και αυριανών πολιτών, σύμφωνα με τη Δωρίτα Μαρκαντώνη. 
Προβάλλει αδήριτη η ανάγκη να δράσουμε ολιστικά, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το bullying, καταλήγει. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να δούμε πίσω από τον κάθε ρόλο. 
 
Αγώνα επιβίωσης δίνουν συνεχώς τα θύματα
 
Ως προς τα αισθήματα των θυμάτων και το πού μπορεί να φτάσει ένα παιδί που δέχεται bullying, η ειδική εκπαιδευτικός Δωρίτα Μαρκαντώνη απαντά ότι τα θύματα δυστυχώς βρίσκονται σε μία δυσμενή θέση. Είναι συνεχώς αγχωμένα και τρομοκρατημένα και η κάθε μέρα στο σχολείο αποτελεί για αυτά αγώνα επιβίωσης, αναφέρει. 
 
«Το bullying όμως δεν προκαλεί συναισθήματα δυσφορίας μόνο στα θύματα. Οι εμπλεκόμενοι σε μια εκφοβιστική συμπεριφορά δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τις βραχυπρόθεσμες, αλλά ούτε και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν σε όλους. 
 
Το “απλό πείραγμα” για κάποια παιδιά συνιστά έναν καθημερινό Γολγοθά τον οποίο πρέπει να περάσουν. Η απάθεια των συμμαθητών τους και η μη συμμετοχή των παρευρισκομένων, καθιστά τη θέση τους ακόμη δυσκολότερη και τα γεμίζει με ανασφάλεια και το αίσθημα του αβοήθητου. 
 
Έτσι, όλα αυτά σε συνδυασμό με το δύσκολο ηλικιακό τους στάδιο, τα οδηγεί πολλές φορές σε λανθασμένες αποφάσεις. Αποφάσεις όπως το να βλάψουν τον ίδιο τους τον εαυτό, αφού απελπίζονται, ή στο να καταφύγουν να “υποκύψουν” στις οποιεσδήποτε παράλογες απαιτήσεις των θυτών, σε μια ύστατη προσπάθειά τους να γίνουν αποδεχτά από το υπόλοιπο σύνολο, προκαλώντας ουσιαστικά και πάλι ζημιά στον εαυτό τους». 
 
Αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά που ασκούν τις συμπεριφορές εκφοβισμού, η κ. Μαρκαντώνη παρατηρεί ότι αδιαμφισβήτητα το παιδί που ασκεί τον εκφοβισμό χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια και χαμηλή αυτοεκτίμηση, παρόλη τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση που επιδεικνύει. «Πρόκειται για παιδιά με επιρρέπεια σε αρνητικά πρότυπα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν οριοθετηθεί και πιθανόν να προέρχονται από τοξικές και δυσλειτουργικές οικογένειες», υποστηρίζει. «Σε αρκετά από αυτά παρατηρούνται τάσεις φυγής από το σπίτι, ενώ είναι πολύ πιθανόν και τα ίδια να είναι θύματα στο οικογενειακό τους περιβάλλον». 
 
ΤΙ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΘΥΤΗ
 
«Τι κρύβεται πίσω από το παιδί θύτη και γιατί νιώθει αυτή την ανάγκη επιβολής. Τι κρύβεται πίσω από το παιδί θύμα και υπομένει παθητικά όλη αυτή τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία και τι κρύβεται φυσικά πίσω από τους θεατές και πώς θα τους ενισχύσουμε τα κίνητρα για να φύγουν από την αδράνεια. Πίσω λοιπόν από αυτή τη μικρή κοινωνία, κρύβεται η μεγαλύτερη κοινωνία. Αυτή που με το παράδειγμά της μεταφέρει μηνύματα, πεποιθήσεις και στάσεις. 
Έχει φτάσει η στιγμή να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες που μας αναλογούν. Δεν είναι αρκετό το να δείχνουμε την έκπληξή μας κάθε φορά που ένα περιστατικό βλέπει το φως της δημοσιότητας. Ο εκφοβισμός είναι, δυστυχώς, μια πραγματικότητα. Μια ωμή πραγματικότητα που πονάει πολύ και που μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες. Ας το παραδεχτούμε, ας το αναγνωρίσουμε κι ας κάνουμε κάτι για αυτό. Ας μην κλείνουμε τα μάτια και τα αφτιά. Ας μην μάθουμε στα παιδιά μας να αντιγράφουν αυτή μας τη συμπεριφορά. Ας μην είμαστε συνένοχοι στο επόμενο περιστατικό με τη στάση και με τη σιωπή μας».