Σήμερα ψηφίζουμε, όμως τα παιδιά μας έχουν άλλες σκοτούρες, τις σχολικές εξετάσεις. Είναι η κατάληξη της χρονιάς, που αντανακλά τη συνολική θεώρηση και αποτίμηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ποια είναι αυτή; «Δεν μπορεί να νοείται σύγχρονο κράτος χωρίς παροχή υψηλού επιπέδου παιδείας και ανάλογου επιπέδου υλικοτεχνική υποδομή για να τη στηρίζει». Αλλά, «παρά το γεγονός πως ως κράτος και κοινωνία αφιερώνουμε ένα σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού μας για την παιδεία,  το μεγαλύτερο ποσοστιαία από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, δυστυχώς τα μαθησιακά αποτελέσματα  δεν είναι αυτά που προσδοκούμε». Διαφωνεί κανείς; Ποιος όμως κατηγορεί την κυβέρνηση, κάποιος καθηγητής, μαθητής ή γονιός; Όχι· ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αλλά ποιος ευθύνεται και από ποιον περιμένει να κάνει κάτι; 

Οι εξετάσεις είναι το τελευταίο επεισόδιο μιας περιόδου γεμάτης με κάθε λογής βία, η οποία τρέφεται από το ίδιο το σχολικό περιβάλλον και το εκπαιδευτικό σύστημα. Σ’ αυτό εντάσσεται και το χαστούκι του καθηγητή σε μια απείθαρχη μαθήτρια, που θα ξεχαστεί σε λίγο. (Μια εφημερίδα έγραψε πως όταν ο καθηγητής χαστούκισε τη μαθήτρια, εκείνη ανταπέδωσε χτυπώντας το χέρι του. Δεν έγραψε, ατυχώς, ότι η μαθήτρια χτύπησε το χέρι του και με το μάγουλό της, ούτε για το τραύμα, σωματικό και ψυχικό, που του προκάλεσε.) Πιο τρομακτικά από το ίδιο το γεγονός είναι, ωστόσο, τα σχόλια υπέρ του ξύλου, σαν απειλητικά μηνύματα από το «αγνό», ημιβουκολικό μας παρελθόν: Ποιος ξέρει τι του έκανε, φταίνε οι γονείς (του κοριτσιού, όχι του καθηγητή), χρειάζονται αυστηρότεροι κανονισμοί, επιστροφή στη βέργα, χάσαμε τις αξίες μας (ποιες; τις χριστιανικές σίγουρα, ε;) κ.ά.
 
Από τα περισσότερα άρθρα που διάβασα, τα πιο ήπια ήταν του τύπου «απαράδεκτο το ξύλο, αλλά έχασε την ψυχραιμία του – σιγά το πράμα!». Επιτρέπεται να χάνει την ψυχραιμία του ένας δάσκαλος, ένας στρατιωτικός, ένας αστυνομικός, ένας γιατρός, ένας τελοσπάντων που η δουλειά του είναι να είναι ψύχραιμος, που έχει να κάνει με κόσμο και μάλιστα παιδιά; Που πρέπει να τα διδάσκει – τι; Είναι γεγονός πως μαθητές και διδάσκοντες είναι θύματα μιας θεσμικής σχολικής βίας: Άγχος για τα μαθήματα, τους βαθμούς, την πειθαρχία, τον ευερέθιστο καθηγητή, που αγχώνεται από τον διευθυντή και εκείνος από το υπουργείο, όλοι μαζί από ένα σύστημα εχθρικό και ανάδελφο. Πώς θα διορθωθεί όμως; Με ψηλότερους φράχτες και φρουρούς-δεσμοφύλακες; Με ψηλότερους μισθούς και ωφελήματα; Με απαλλαγές από διδακτικό χρόνο; Ως διά μαγείας, από κάποια άλλη, εξωγήινη κυβέρνηση;
 
Είναι γεγονός πως ούτε τα παιδιά είναι ευτυχισμένα στο σχολείο ούτε οι καθηγητές τους. Οι τελευταίοι, εκτός από τους δασκάλους και νηπιαγωγούς, δεν έχουν διδαχτεί καν παιδαγωγική. Πώς θα αντεπεξέλθουν, και μάλιστα απέναντι σε παιδιά με προβλήματα; Τι θα αλλάξει και πώς, άμα δεν ξέρουμε τι θέλουμε να πετύχουμε ούτε τι φταίει, άμα ξεχνούμε συνεχώς σαν Λωτοφάγοι; Τα παιδιά γιατί δεν θυμούνται, μόλις βγουν από την τάξη, αυτά που τόσο μόχθησαν να μάθουν – και να τους μάθουν; Πώς θα γίνει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση; Με τον διάλογο, λέει ο Πρόεδρος. Όχι, κ. Πρόεδρε, πρώτα χρειάζεται μια εκπαιδευτική πολιτική ως βάση. Την είδε κανείς πουθενά;
                                                                                               
[email protected]