«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω.» (Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις, ΧΙ, 14)
Το πρόβλημα του Χρόνου απασχολεί τον άνθρωπο χιλιάδες χρόνια. Βρίσκεται στο κέντρο φιλοσοφικών, επιστημονικών, λογοτεχνικών, και εν γένει καλλιτεχνικών, αναζητήσεων και στοχασμών. Συνυφασμένος με τη δημιουργία του κόσμου για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του στην Ορφική κοσμογονία, ως η «αρχή των πάντων» (Δαμάσκιος, Περί των πρώτων αρχών, 1.316.18- 317.13 = Kern 60). Αν και σίγουρα δεν πρόκειται για αμιγώς φιλοσοφικά κείμενα, τα Ορφικά αποσπάσματα καταδεικνύουν ότι ο Χρόνος ανέκαθεν αποτελούσε θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Σποραδικές αναφορές στην έννοια του Χρόνου απαντώνται σε πολλά χωρία Προσωκρατικών φιλοσόφων (σε Αναξίμανδρο, Εμπεδοκλή, Ξενοφάνη, Ηράκλειτο κ.ά) ενώ ο Πλάτων στον Τίμαιο αφιερώνει κεφάλαιο στη γέννησή του που αποδίδεται στον Δημιουργό του κόσμου. Ο χρόνος κατασκευάζεται από τον Δημιουργό ως «κινητή εικόνα της ακίνητης αιωνιότητας».
Αυτός όμως που θέτει πρώτος την ερώτηση «Τι είναι Χρόνος;» είναι ο Αριστοτέλης. Στο τέταρτο βιβλίο των Φυσικών  θεμελιώνει επιστημονικά τον Χρόνο, αφιερώνοντάς του τέσσερα κεφάλαια. Ο συγγραφέας των Φυσικών, όπως κάθε φορά, κατ’ αρχάς ξεκινά θέτοντας τις απορίες του (Έχει ο χρόνος οντότητα; Ποια είναι η φύση του;) και προβαίνει σε μία εικασία την οποία θα εγκαταλείψει στη συνέχεια: Ο Χρόνος ή δεν υπάρχει καθόλου ή υπάρχει αμυδρά, καθώς το σύνολο του Χρόνου αποτελείται από δύο μέρη εκ των οποίων το ένα (παρελθόν) έχει παρέλθει και δεν υπάρχει και το άλλο (μέλλον) θα υπάρξει και δεν είναι ακόμη (217b34-35). Θα μπορούσαμε εύκολα να απορρίψουμε τη θέση του Αριστοτέλη, με αναφορά στο παρόν. Ο Αριστοτέλης μας προλαβαίνει: ούτε αυτό υπάρχει. Το «τώρα» (νυν) είναι αυτό που συνδέει παρελθόν και μέλλον, αλλά είναι κάθε φορά διαφορετικό. Ωστόσο, όπως θα δείξει στη συνέχεια, ο Χρόνος υπάρχει. Η πραγμάτευση του Χρόνου από τον Σταγειρίτη είναι απόρροια της σκέψης του για τον φυσικό κόσμο. Συνδέει τον χρόνο με την κίνηση, χωρίς ωστόσο να τα ταυτίζει, όπως ο δάσκαλός του Πλάτων. Ο χρόνος λοιπόν συνδέεται με την κίνηση, την προϋποθέτει, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μεταβολή (218b15-17). Γιατί, τότε μόνο αναγνωρίζουμε ότι έχει περάσει χρόνος όταν αντιληφθούμε στην κίνηση μια διάκριση του πριν και του μετά (219a23-25). 
Ο ορισμός του Χρόνου από τον Αριστοτέλη που ακολουθεί αποτελεί μια εντυπωσιακή σκέψη που διαφέρει πλήρως από αυτές των προηγούμενων φιλοσόφων. Για πρώτη φορά ο Χρόνος ορίζεται επιστημονικά: «Διότι αυτό είναι ο χρόνος, η αρίθμηση της κίνησης σύμφωνα με το πριν και το μετά» (Φυσικά 219b1-2). Η συσχέτιση χρόνου και κίνησης είναι μία εκπληκτική επιστημονική σύλληψη, όχι μόνο για τον ορισμό του Χρόνου, αλλά και για τη θεμελίωσή του ως αντικειμένου της Φυσικής. Ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει τον φυσικό κόσμο ως το βασίλειο της αλλαγής. Επιπλέον, η κίνηση, που αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ χαρακτηριστικό του χρόνου, περιλαμβάνει και την έννοια της ποιοτικής αλλαγής, της γένεσης και της φθοράς. «Τα πάντα γεράζουν από τον χρόνο, τίποτε δεν γίνεται πιο νέο ή καλύτερο, γιατί ο χρόνος είναι αίτιος φθοράς (221b1). 
Ο Αριστοτέλης ανοίγει μια συζήτηση που συνεχίζεται για χιλιάδες χρόνια ως αντικείμενο της Φυσικής και της Φιλοσοφίας. Η αναφορά στο «τώρα» είναι μια δύσκολη σύλληψη που αδυνατούμε να κατανοήσουμε, καθώς δεν επεξεργαζόμαστε αυτοστιγμεί τα γεγονότα, με αποτέλεσμα να συνειδητοποιούμε περισσότερο το παρελθόν. Ο εγκέφαλος μας αδυνατεί να οικοδομήσει το παρόν επεξεργαζόμενος δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές αισθήσεις. Η αξία ωστόσο της Αριστοτελικής πραγμάτευσης του Χρόνου παραμένει σπουδαία ακόμη και σήμερα, καθώς μας βοηθά να κατανοήσουμε το πεπερασμένο της αντίληψης του ανθρώπου και την αγωνιώδη προσπάθειά του να υπερκεράσει τα όρια της σκέψης του. 
Αν και δεν τον βλέπουμε, ο Χρόνος υπάρχει. Δεν μπορούμε να τον παραβλέψουμε, απλώς να τον αποδεχτούμε και να τον χρησιμοποιήσουμε με σοφία. Γιατί είναι πολύτιμος ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας.